Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ο Χέγκελ, ο Ντελέζ, και ο μαρξικός ''νόμος της αξίας'' (Ονειρμάρξ)



Αναδημοσίευση από το καινούργιο συλλογικό μπλογκ: Die Bestimmung des Menschen
Να ευχηθούμε να είναι καλορίζικο, καλοτάξιδο (!) και να αποδειχθεί χρήσιμο (δηλαδή να καθυστερήσει κι άλλο η έλευση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού). Όχι χωρίς συγκίνηση, είδα ότι στις υποσημειώσεις υπάρχει και μια παραπομπή σ' αυτό το ιστολόγιο. Να βλογάμε και τα γένια μας, καθώς πρέπει. - Κ.


Περίπου-Πρόλογος

    Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις με αφορμή το ζήτημα του μαρξικού «νόμου της αξίας» ιδωμένο από θεωρητική σκοπιά, με απώτερο σκοπό να διαφανεί  η σύνδεση δύο, φαινομενικά, απολύτως ετερογενών γραμμών φιλοσοφικής σκέψης, της διαλεκτικής λογικής και φιλοσοφίας του Γκ. Χέγκελ, και εκείνης του Ζιλ Ντελέζ, με γέφυρα επικοινωνίας τον Μάρξ. Θέση του γράφοντος είναι πως μια από τις δυνατές και γόνιμες διαδρομές που μπορεί να πάρει η επαναστατική θεωρία, περνάει μέσα από τη συγκριτική αντιπαραβολή και τη συνολική αποτίμηση της εγελιανής Λογικής, του μαρξισμού, και της γενικής θεωρίας συστημάτων (+κυβερνητικής θεωρίας και θεωρίας της πληροφορίας), ιδίως όπως η τελευταία ανευρίσκεται στο στοχασμό του Ντελέζ, αλλά και του επί χρόνια συνεργάτη του, του Φ. Γκουαταρί.
    H πολιτική σημασία αυτής της παράξενης «συνομιλίας» έγκειται, εκτός των άλλων, στο γεγονός ότι το έργο των Ντελέζ-Γκουαταρί αποτελεί τεράστιας σημασίας, ιστορικό σταθμό της λεγόμενης «αναρχικής» αντικρατικής κοσμοθεώρησης (ας μας επιτραπεί ο όρος αυτός), η οποία, με μια πρώτη ματιά, συγκρούεται ολοσχερώς με τη μαρξιστική θεωρία. Η υπέρβαση της «γενικής θεωρίας των συστημάτων» επομένως θα σήμαινε ξεπέρασμα τόσο μιας σπουδαίας, αναρχικής κοσμοθεώρησης, όσο και της κοσμοθεωρητικής βάσης του σύγχρονου καπιταλισμού της μετανεωτερικότητας. Το γιατί και πώς θα μπορούσε να κινηθεί κανείς στην κατεύθυνση αυτήν, θα αποτελέσει αντικείμενο επόμενων αναρτήσεων. Ας περάσουμε λοιπόν στο ζήτημα που μας απασχολεί.
    Πρέπει να σημειώσω ότι η συγκεκριμένη εξέταση είναι μερική και αποσπασματική, και δεν επιχειρεί παρά να δώσει ένα έναυσμα, δίνοντας έμφαση σε ορισμένα μόνο σημεία, θέτοντας τον γενικότερο προβληματισμό. Κάθε σχέση του μαρξικού «Κεφαλαίου» με την εγελιανή λογική, προϋποθέτει τη συγκριτική αντιπαραβολή της δεύτερης (και όλων των αναβαθμών της -διδασκαλία περί του Είναι, διδασκαλία περί της Ουσίας, διδασκαλία περί της Έννοιας), με τη διαλεκτική μέθοδο που χρησιμοποιεί ο Μάρξ στο Κεφάλαιο (σε άλλες αναρτήσεις του blog θα βρει κανείς αναφορές σε αυτά τα ζητήματα) Στο τέλος του κειμένου θα σημειώσω επιγραμματικά την περαιτέρω κατεύθυνση που κατά τη γνώμη μου πρέπει να πάρει η σχετική με όσα θίγονται εδώ έρευνα.

Χέγκελ/Μάρξ και αξία ως «ελκυστής»: αποχρώσες ενδείξεις

Ξεκινάω παραθέτοντας ένα κείμενο του Στ. Τομπάζου για τη μαρξική έννοια της αξίας:

http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=935&Itemid=29

Συνοψίζοντας το κείμενο ως προς τα σημεία που μας ενδιαφέρουν, ο συντάκτης, αντιπαραβάλλοντας τις κατηγορίες κυρίως του «Μέτρου» από την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ και τμήματα της Φιλοσοφίας της Φύσης (κρίσιμο το κομμάτι του «χημισμού»), με τις σχετικές αναπτύξεις του Μάρξ γύρω από την «αξία», πρωτίστως στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», καταλήγει σε μια σύλληψη του εκτιθέμενου από το Μάρξ οικονομικού συστήματος ως ενός μη γραμμικού συστήματος. Στο κλείσιμο του κειμένου, διατυπώνει το ερώτημα, εάν η μαρξική «αξία» μπορεί να θεωρηθεί ανάλογο του «παράξενου ελκυστή» στις θεωρίες του Χάους. Προϋποθέτω αναγκαστικά πως το παραπάνω κείμενο που παρέθεσα έχει αναγνωστεί ή τουλάχιστον έχει ακολουθηθεί η συλλογιστική του στις βασικές τις γραμμές, μέχρι το τελικό συμπέρασμα.
 

Για τον «παράξενο ελκυστή» παραπέμπω στο σχετικό αγγλικό λήμμα της Wikipedia. Ανατρέχουμε για ευκολότερη πρόσβαση στο σχετικό ελληνικό λήμμα της Wikipedia για τη θεωρία του Χάους, στο κομμάτι για τους ελκυστές, όπου διαβάζουμε:

«Ένας τρόπος να παρουσιάσουμε οπτικά την χαοτική κίνηση ή οποιαδήποτε άλλη κίνηση, είναι η κατασκευή ενός διαγράμματος φάσης της κίνησης. Σε ένα τέτοιο διάγραμμα υπεισέρχεται σιωπηρά ο χρόνος και σε κάθε άξονα αναπαρίσταται μια μεταβλητή της κατάστασης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος να αναπαραστήσει την θέση ενός εκκρεμούς σε σχέση με την ταχύτητά του. Ένα εκκρεμές σε ακινησία θα σχεδιαστεί ως ένα σημείο και ένα σε περιοδική κίνηση θα σχεδιαστεί ως απλή κλειστή καμπύλη. Όταν ένα τέτοιο σχέδιο σχηματίζει κλειστή καμπύλη, η καμπύλη λέγεται τροχιά. Το εκκρεμές μπορεί να παρουσιάσει άπειρες τέτοιες τροχιές.

Συχνά τα διαγράμματα φάσης αποκαλύπτουν ότι η πλειοψηφία των τροχιών καταλήγουν να πλησιάζουν ένα κοινό όριο. Το σύστημα τελικά εκτελεί την ίδια κίνηση για όλες τις αρχικές καταστάσεις σε μια περιοχή γύρω από την κίνηση, σχεδόν σαν να έλκεται το σύστημα σε αυτή την κίνηση. Μια τέτοια ελκυστική κίνηση καλείται ελκυστής του συστήματος»

Το παράδειγμα του «εκκρεμούς» είναι το σύνηθες, και θα το βρει κανείς σχεδόν σε όλα τα σχετικά με το ζήτημα εγχειρίδια-βοηθήματα. Ας δούμε τώρα τι λέει ο Χέγκελ για την ίδια περίπτωση της κίνησης του εκκρεμούς, σε μια εποχή που δεν θα μπορούσε φυσικά να γνωρίζει για τη «θεωρία του Χάους» (οι υπογραμμίσεις δικές μου):

«Ότι ένα ''αεικίνητον'' όσο ορθά κι αν υπολογισθεί ή αποδειχθεί στη θεωρία, περιπίπτει εντέλει στην ακινησία μετά από ένα χρονικό διάστημα, που ουδέποτε καθυστερεί, ακόμη κι εκεί προβαίνουμε σε αφαίρεση του βάρους και το αποδίδουμε εξ ολοκλήρου στην τριβή. Στο ίδιο εμπόδιο αποδίδεται και η προοδευτική ελάττωση της κίνησης του εκκρεμούς και η  τελική της διακοπή. Λένε επίσης για την κίνηση του εκκρεμούς ότι θα συνεχιζόταν αενάως, αν μπορούσε να αποφευχθεί η τριβή. Τούτη η αντίσταση όμως, την οποία αισθάνεται το σώμα κατά τη συμπτωματική κίνησή του, εντάσσεται στο αναγκαίο φαινόμενο της εξάρτησής του. Αλλ' όπως το σώμα συναντά εμπόδια στο δρόμο του προς το κέντρο του ελκτικού ως προς αυτό σώματος, χωρίς αυτά να εξαλείψουν την πίεση και τη βαρύτητά του, έτσι και η αντίσταση της τριβής χαλιναγωγεί την βλητική κίνηση του σώματος, χωρίς εκ του λόγου τούτου να εκπίπτει η βαρύτητά του ή να εισχωρεί η τριβή στη θέση της. Η τριβή είναι ένα πρόσκομμα, όχι όμως το ουσιώδες πρόσκομμα της εξωτερικής συμπτωματικής κίνησης. Το μόνιμο συμπέρασμα είναι ότι η πεπερασμένη κίνηση είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με τη βαρύτητα, ως συμπτωματική δε μεταβαίνει προς την κατεύθυνση της τελευταίας και υπόκειται σ'αυτήν ως (αδιαφιλονίκητο) υποστασιακό  καθορισμό της ύλης.

Προσθήκη: Εδώ λοιπόν η ίδια η βαρύτητα εμφανίζεται ως το κινούν στοιχείο, με τον καθορισμό όμως ότι εξαλείφει την απόσταση από το κέντρο. Εδώ η κίνηση ως αυτο-παραγόμενη θέτει η ίδια εντός της την καθοριστικότητα στο πλαίσιο των φαινομένων. Η πρώτη καθοριστικοτητα είναι η φορά, η άλλη ο νόμος της πτώσης. Η φορά είναι η σχέση προς το Ένα, που αναζητείται στη βαρύτητα και προυποτίθεται, μια αναζήτηση, που  δεν είναι όμως ακαθόριστη ψηλάφηση, μια αόριστη περιπλάνηση στο χώρο, αλλά ακριβώς η ύλη θέτει αυτό το Ένα στο χώρο ως έναν τόπο, τον οποίο ουδέποτε φτάνει. Τούτο το κέντρο δεν υφίσταται μόνο οιονεί ως πυρήνας, γύρω από τον οποίο συγκεντρώνεται ή έλκεται η ύλη, αλλά η βαρύτητα των μαζών παράγει αυτό το κέντρο. Τα υλικά σημεία κατά την αμοιβαία τους αναζήτηση, έθεσαν για τον εαυτό τους ένα κοινό κέντρο βάρους. Η βαρύτητα είναι η θέση ενός τέτοιου Ενός. Η κάθε ιδιαίτερη μάζα είναι η θέση του κέντρου, θέτει εντός της το Ένα και εστιάζει τη συνολική ποσοτική σχέση της με τις άλλες σ'ένα σημείο. Τούτο το υποκειμενικό Ένα, που μόνο μετά από αναζήτηση (σ.μ προσανατολισμό και συσχετισμό με τις λοιπές συντεταγμένες) καθίσταται αντικειμενικό Ένα, είναι το κέντρο βάρους του σώματος. Κάθε σώμα έχει ένα κέντρο βάρους, ώστε να έχει το κέντρο του σε κάτι άλλο. Η δε μάζα είναι μια τέτοια αληθινή μονάδα ή σώμα, στο βαθμό που έχει ένα κέντρο βάρους. Το κέντρο βάρους είναι η πρώτη πραγματικότητα του Ενός της βαρύτητας, η προσπάθεια όπου συνοψίζεται το συνολικό βάρος του σώματος. Για να ισορροπήσει η μάζα, πρέπει να υποστηριχτεί το κέντρο βάρους της. Είναι σαν να μην υπάρχει το υπόλοιπο σώμα. Η βαρύτητά του έχει αναχθεί σε ένα σημείο. Τούτο το σημείο ως γραμμή, μέσω της οποίας κάθε τμήμα αναφέρεται σε τούτο το Ένα, είναι ο μοχλός, το κέντρο βάρους ως μέσον, που συνδέεται με το σημείο απόληξης διά της συνέχειας της γραμμής. Βέβαια και το σύνολο είναι το Ένα της βαρύτητας. Η επιφάνεια συγκροτεί το Ένα, που όμως ως σύνολο ανάγεται στο κεντρικό σημείο. Ό,τι αναλύεται σε διαστάσεις είναι κατά άμεσο τρόπο Ένα ή η βαρύτητα γίνεται έτσι το συνολικό μεμονωμένο σώμα» (1)

Και συνεχίζει:

«Κατ' ακολουθία, κάθε ατομική μάζα είναι ένα τέτοιο σώμα, που τείνει προς το κέντρο του, το απόλυτο κέντρο βάρους. Στο βαθμό που η ύλη προσδιορίζει και τείνει προς ένα κέντρο ως ενιαίο σημείο, ενώ η ίδια παραμένει πολλότητα, ορίζεται ως το εκτός τόπου της Είναι. Τούτο ως αναίρεση της εξωτερικότητας είναι η πρώτη αληθής εσωτερικότητα. Κάθε μάζα εντάσσεται σε ένα τέτοιο κέντρο, κάθε μεμονωμένη μάζα είναι κάτι το εξαρτημένο και το τυχαίο έναντι αυτού του αληθούς» (2)

«Το ''εκκρεμές'' λέγουν ''κινείται εκατέρωθεν της κατακορύφου με κυκλικές κινήσεις. Όταν ευρίσκεται σε κάθετη γωνία, αποκτά μια δύναμη, που θα μπορούσε να το ανυψώσει, μετά από διαδρομή κυκλικού τόξου, μέχρι το αυτό ύψος της άλλης πλευράς κι έτσι κινείται αενάως δώθε-κείθε''. Το εκκρεμές έχει από τη μία τη φορά της βαρύτητας. Διά της ανύψωσης το απομάκρυναν από τη φορά της βαρύτητας και του έδωσαν μία άλλη  κατεύθυνση. Τούτος ο δεύτερος παράγοντας είναι εκείνος, διά του οποίου τίθεται η πλευρική κίνηση. Ισχυρίζονται τώρα: ''Μέσω της αντίστασης οι ταλαντώσεις γίνονται διαρκώς μικρότερες και το εκκρεμές ισορροπεί τελικά, γιατί αλλιώς η ταλάντωση θα διαρκούσε αιώνια''. Η κίνηση της βαρυτητας όμως και η διατέμνουσα πλευρική κίνηση δεν είναι δύο αντιπαρατιθέμενα είδη, αλλά η πρώτη είναι η υποστασιακή, όπου η δεύτερη τυχαία υποτάσσεται''... ''Η βαρύτητα είναι η δύναμη, που φέρει σε ισορροπία το εκκρεμές διά της εννοίας της ύλης. Ως γενικό επιβάλλεται πάνω στο ξένο και η ταλάντωση αναχαιτίζεται προοδευτικά και ισορροπεί στη γραμμή της κατακόρυφου. Τούτη η αναγκαιότητα της έννοιας όμως εμφανίζεται στη σφαίρα της εξωτερικότητας ως εξωτερικό εμπόδιο, ως τριβή» (3)

Πριν όμως προχωρήσουμε σε επόμενα αποσπάσματα του Χέγκελ, ας δούμε γιατί έχουν σημασία όλα αυτά για την ανάλυση της μαρξικής αξίας. Ο Μάρξ, γράφοντας πως στην «ισοδύναμη μορφή της αξίας», η αξία χρήσης γίνεται «μορφή εμφάνισης του αντιθέτου της, της αξίας», φέρνει το εξής παράδειγμα, ώστε να συλληφθεί αυτή η «ιδιομορφία»:

«Αυτό θα μας το παραστήσει ανάγλυφα το παράδειγμα ενός μέτρου που μετράει τα σώματα των εμπορευμάτων σαν σώματα εμπορευμάτων, δηλ. σαν αξίες χρήσης. Ένα καλούπι ζάχαρη, επειδή είναι σώμα, είναι βαρύ, έχει επομένως βάρος, όμως σε κανένα καλούπι ζάχαρη δεν μπορούμε να δούμε ούτε να πιάσουμε το βάρος του. Παίρνουμε τώρα διάφορα κομμάτια σίδερο, που το βάρος τους είναι από τα πριν καθορισμένο. Η σωματική μορφή του σίδερου παρμένη αυτή καθεαυτή, είναι τόσο λίγο μορφή εμφάνισης της βαρύτητας, όσο και η σωματική μορφή της ζάχαρης. Και όμως για να εκφράσουμε το καλούπι της ζάχαρης σαν βάρος το φέρνουμε σε μια σχέση βάρους με το σίδερο. Στη σχέση αυτή το σίδερο θεωρείται σαν ένα σώμα που δεν παρασταίνει τίποτα άλλο εκτός από βάρος. Επομένως διάφορα ποσά σίδερου χρησιμεύουν σαν μέτρο βάρος της ζάχαρης και αντιπροσωπεύουν για το σώμα της ζάχαρης απλώς την όψη του βάρους, τη μορφή εμφάνισης της βαρύτητας. Το ρόλο αυτό τον παίζει το σίδερο μόνο μέσα σ' αυτή τη σχέση που έρχεται μαζί του η ζάχαρη ή ένα οποιοδήποτε άλλο σώμα που πρόκειται να βρεθεί το βάρος του. Αν και τα δύο πράγματα δεν είχαν βάρος δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε αυτή τη σχέση κι επομένως δεν θα μπορούσε το ένα να χρησιμεύει σαν έκφραση του βάρους του άλλου. Όταν τα ρίξουμε και τα δύο στην πλάστιγγα θα δούμε πραγματικά ότι σαν βάρη είναι το ίδιο πράγμα και για αυτό όταν παρθούν σε καθορισμένη αναλογία έχουν το ίδιο βάρος. Όπως το σώμα του σίδερου, σαν μέτρο βάρους αντιπροσωπεύει για το καλούπι της ζάχαρης μόνο βαρύτητα, έτσι και στην έκφρασή μας για την αξία το σώμα του σακακιού αντιπροσωπεύει για το πανί μόνο αξία.
Εδώ όμως σταματάει η αναλογία. Στην έκφραση του βάρους του καλουπιού της ζάχαρης το σίδερο αντιπροσωπεύει μια φυσική ιδιότητα που είναι κοινή και στα δύο σώματα, τη βαρύτητά τους, ενώ το σακάκι στην έκφραση της αξίας του πανιού αντιπροσωπεύει μιαν υπερφυσική ιδιότητα και των δύο πραγμάτων: την αξία τους, κάτι το καθαρά κοινωνικό» (4)

Υποστηρίζω πως αν ο Μάρξ είχε διαθέσιμη από τις επιστήμες της εποχής του την έννοια του «ελκυστή», η αναλογία του δεν θα σταματούσε εδώ που λέει ότι σταματά. Γιατί η έννοια του «ελκυστή» έχει εκείνη την «υπερφυσική» διάσταση που αναζητά (πιο πριν έχει χαρακτηρίσει την αξία «φαντασματική αντικειμενικότητα»), αφού αυτή δεν περιορίζεται στις «φυσικές» σχέσεις βάρους, όπως η βαρύτητα.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο νόμος της αξίας παραλληλίζεται με το νόμο της βαρύτητας, και η αναλογία αυτή έχει ως όριο την «υπερφυσική» (ή «υπεραίσθητη») διάσταση των αξιακών σχέσεων έναντι των σχέσεων βάρους. Ο παραλληλισμός αυτός δεν είναι απλή μεταφορά, όπως συνήθως λογίζεται. Είναι κατευθείαν παρμένος από τη «Μηχανική» στη Φιλοσοφία της Φύσης του Χέγκελ, όταν μελετώνται τα σώματα και οι μεταξύ τους δυναμικές σχέσεις.

Ας συνεχίσουμε την παράθεση των λεγομένων του Χέγκελ:

«Η καθαρά αφηρημένη εξειδίκευση είναι το ειδικό βάρος ή η πυκνότητα της ύλης, μία σχέση του βάρους της μάζας προς τον όγκο, όπου το υλικό στοιχείο ως αύτατο αποσπάται από την αφηρημένη σχέση προς το κεντρικό σώμα, παύει να είναι η ομοιόμορφη πλήρωση του χώρου και αντιπαραθέτει στο αφηρημένο εκτός αλλήλων Είναι ένα ειδικό εν εαυτώ Είναι» (5)

Ως κεντρικό σώμα εδώ πρέπει να θεωρηθεί το κοινωνικό παραγωγικό σώμα, η παραγωγή της αφηρημένης εργασίας στην ενότητά της με την παραγωγή των συγκεκριμένων ατομικών εργασιών. Η ενότητα των δύο, η Εργασία, κατηγορικά υπέχει το ρόλο της «υπόστασης», με τον ίδιο τρόπο που είδαμε τον Χέγκελ παραπάνω να ονομάζει τη βαρύτητα «υποστασιακή σχέση». Θα επανέλθουμε σε αυτό.

«Η κυρίως ποιοτική συνάφεια είναι μία συνοχή των ομογενών μαζών διά εγγενούς ιδιόμορφου τύπου ή οριοθέτησης, που εξηγούνται εδώ ως οι αφηρημένες διαστάσεις του χώρου. Η ιδιάζουσα μορφολογική σύσταση δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ένα είδος συγκεκριμένης χωρικότητας που χαρακτηρίζει το σώμα. Διότι η συνοχή είναι η ταυτότητα του σώματος ως προς την πλευρά του εκτός αλλήλων Είναι. Η ποιοτική συνοχή είναι άρα ένας συγκεκριμένος τρόπος εκτός αλλήλων Είναι, δηλαδή χωρικός προσδιορισμός. Τούτη η ενότητα ανευρίσκεται στην ίδια την ατομική ύλη ως συνοχή έναντι της γενικής ενότητας, την οποία η ύλη αναζητεί στη βαρύτητα. Η ύλη αποκτά πολλών ειδών κατευθύνσεις εν εαυτή, που είναι διαφορετικές από την κάθετη διεύθυνση της βαρύτητας. Τούτη η συνάφεια, παρότι ατομικότητα, είναι συγχρόνως υπό όρους ατομικότητα, διότι έρχεται στο προσκήνιο μόνο διά της επίδρασης των άλλων σωμάτων» (6)

Τη συνάφεια στα παραπάνω πρέπει να τη διαβάσουμε, στο μαρξιστικό πλαίσιο, ως κοινωνική συνάφεια των διαφορετικών εμποροσωμάτων (όπως τα χαρακτηρίζει πολλάκις ο Μάρξ).

«Εδώ η ιδεατότητα προχωρεί προς την ύπαρξη, την οποία τα υλικά μόρια ως ύλη απλά αναζητούν, το δι'εαυτό υφιστάμενο σημείο ενότητας εντός του οποίου αφού θα ελκύονταν πραγματικά, θα ήσαν ανηρημένα. Τούτο το σημείο ενότητας, στο βαθμό που αυτά έχουν βάρος, είναι καταρχήν εκτός αυτών και άρα το πρώτο καθεαυτό. Μέσα στην υποδεικνυόμενη άρνηση, την οποία υφίστανται, τίθεται τούτη η ιδεατότητα» (7)

Η «ιδεατότητα αυτή» ως «σημείο ενότητας» των σωμάτων, είναι, βάσει των μαρξικών λεγομένων και της λογικής αναλογίας που είδαμε παραπάνω από το Μάρξ, η «αξία» των εμποροσωμάτων.

Υπάρχει ένα απόσπασμα στο πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, που φαίνεται καθαρά η δυνατότητα ερμηνείας της μαρξικής «αξίας» ως δυναμικής ισορροπίας σε ένα μη γραμμικό σύστημα: «Με τη μετατροπή του μεγέθους της αξίας σε τιμή η αναγκαία αυτή σχέση εμφανίζεται σαν ανταλλακτική σχέση ενός εμπορεύματος με το χρηματικό εμπόρευμα που πάσχει έξω από αυτό. Στη σχέση αυτή όμως μπορεί να εκφράζεται τόσο το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος, όσο και το συν ή πλην, με το οποίο μπορεί να εκποιηθεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Επομένως μέσα στην ίδια τη μορφή της τιμής και στο μέγεθος της αξίας, υπάρχει η δυνατότητα της απόκλισης της τιμής από το μέγεθος της αξίας. Δεν πρόκειται για έλλειψη αυτής της μορφής, αλλά αντίθετα την κάνει έτσι κατάλληλη μορφή ενός τρόπου παραγωγής, όπου ο κανόνας μπορεί να επιβάλλεται μόνο σαν νόμος των μέσων όρων που δρα τυφλά μέσα στο χάος της ακαταστασίας» (8).

Έχουμε παραπάνω τη περίπτωση ενός «ομοιοστατικού μηχανισμού» που μειώνει τις πραγματικές αποκλίσεις σε σχέση με μια ιδανική συνθήκη ισορροπίας.

Σε σχέση με όλα τα παραπάνω, θα φανεί αργότερα (όταν εξετάσουμε τις σχετικές αναλύσεις του Gilles Deleuze) ωφέλιμο, αν τώρα ασχοληθούμε με μία ακόμη πτυχή της σχέσης του μαρξικού Κεφαλαίου με τη Φιλοσοφία της Φύσης. Αρκετές φορές ο Μάρξ παρομοιάζει τα εμπορεύματα με «κρύσταλλα» ανθρώπινης εργασίας. Ας δούμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα:

«Ας εξετάσουμε τώρα το residuum [το υπόλειμμα] των προιόντων της εργασίας. Δεν απόμεινε απ’αυτά τίποτ’άλλο, εκτός από την ίδια τη φαντασματική αντικειμενικότητα, ένα απλό πήγμα αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας, δηλ. ξοδεμένης ανθρώπινης εργατικής δύναμης άσχετα από τη μορφή που ξοδεύτηκε. Τα πράγματα αυτά δείχνουν μονάχα ότι για την παραγωγή τους ξοδεύτηκε ανθρώπινη εργατική δύναμη, συσσωρεύτηκε ανθρώπινη εργασία. Σαν αποκρυσταλλώματα αυτής της κοινωνικής ουσίας που είναι κοινή σε όλα, οι αξίες είναι αξίες εμπορευμάτων» (9)
Γράφει ο Χέγκελ (όσα λέει για το μαγνητισμό δεν μας ενδιαφέρουν εδώ):

«Η δραστηριότητα, που πέρασε μέσα στο προϊόν της, είναι η δομή, που καθορίζεται σαν κρύσταλλος. Μέσα σ'αυτή την ολότητα οι διαφορετικοί μαγνητικοί πόλοι ανάγονται στην ουδετερότητα, η αφηρημένη γραμμικότητα της τοπικά καθοριστικής δραστηριότητας πραγματοποιείται σε επίπεδο και επιφάνεια ολόκληρου του σώματος. Όσο διευρύνεται από τη μία η εύθρυπτη σημειακότητα σε ανεπτυγμένο τύπο, τόσο περιορίζεται και οριοθετείται η τυπική έκταση της σφαίρας. Ο τύπος επιδρά ώστε να αποκρυσταλλώνεται το σώμα προς τα έξω (οριοθετώντας τη σφαίρα) και την εσωτερική του συνοχή με συρραφή των πτυχών του και με συγκρότηση πυρηνικής δομής (διαμορφώνοντας τη σημειακότητα)» (10)

«Η δομή πρέπει να προβεί εν μέσω των διαφορών και να συγκροτήσει την ενότητά τους. Ο κρύσταλλος έχει συγχρόνως μια εσωτερική και μια εξωτερική δομή, ως δύο συνισταμένες του τύπου. Τούτη η διττή γεωμετρία και δόμηση είναι συγχρόνως έννοια και πραγματικότητα, ψυχή και σώμα...Ο εσωτερικός προσδιορισμός του τύπου δεν είναι πλέον απλά εκείνος της συνάφειας, αλλά όλα τα μόρια ανήκουν σ'αυτόν τον τύπο. Η ύλη αποκρυσταλλώνεται πέρα για πέρα» (11)

«Ο ιδεατός τύπος, που είναι η ψυχή, διαπερνά πανταχού το σύνολο. Τούτη η εσωτερική δομή είναι η ολότητα. Διότι ενώ στη συνάφεια ο ένας προσδιορισμός, είτε ήταν σημείο, είτε γραμμή, είτε επίπεδο, παρίστατο ως κυρίαρχος, τώρα οι μορφές δομούνται κατά τις τρεις διαστάσεις […]Η εύρεση του συσχετισμού του εσωτερικού (πρωταρχικού) και του εξωτερικού (δευτερεύοντως) τύπου, η εξαγωγή του δεύτερου από το πρώτο, είναι ενδιαφέρον ευαίσθητο σημείο της κρυσταλλογραφίας» (12)

Στα μαρξιστικά συμφραζόμενα, η (εργασιακή) δραστηριότητα αποκρυσταλλώνεται σε προϊόντα, και τα κρύσταλλα αυτά έχουν μια «εσωτερική» δομή, που είναι ο «ιδεατός τύπος» της «φαντασματικής αντικειμενικότητας» της αξίας, η «ψυχή» της κοινωνικής παραγωγής, και μια εξωτερική δομή, που είναι η τελική μορφή και ιδιαιτερότητα των ξεχωριστών εμποροκρυστάλλων-εμποροσωμάτων.
Μπορούμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό, και να πούμε πως αυτός ο συσχετισμός εσωτερικού-εξωτερικού, που λέει ο Χέγκελ πως είναι το ευαίσθητο σημείο της κρυσταλλογραφίας και την απασχόλησε πολύ, μας θυμίζει το «αιώνιο» πρόβλημα, στη μαρξιστική γραμματεία, του «μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές».

Xέγκελ+Ντελέζ-Γκουαταρί: συμπτωματολογία

Mέρος Α

To έργο των Ντελέζ-Γκουαταρί (Ντ-Γκ), θα μας βοηθήσει να αποσαφηνίσουμε τη σημασία όλων των παραπάνω, υπό ένα πιο σύγχρονο πρίσμα.

Θα δεχτούμε όμως πρώτα την αρωγή ενός γνωστού ερμηνευτή του Ντελέζ, του Εμάνουελ Ντε Λάντα.

H έννοια που στο έργο του Ντελέζ αντιστοιχεί στον ελκυστή που είδαμε, είναι η έννοια της ενικότητας (singularity). Πρόκειται για μία από τις πιο δύσκολες έννοιες στο ρεπερτόριο του Ντελέζ.

O Nτε Λάντα, θέλοντας να τονίσει τη διαφορά της θεωρίας για τη μορφογένεση του Deleuze από τις θεωρίες που θέλουν τη μορφή έξωθεν επιβεβλημένη από κάποιον Θεό κλπ, γράφει τα παρακάτω:

«Στον Σπινόζα, ο Ντελέζ ανακαλύπτει μια άλλη δυνατότητα: ότι οι εμπλεκόμενοι στη γένεση της μορφής πόροι δεν είναι υπερβατικοί αλλά εμμενείς προς την ίδια την ύλη. Ένα απλό παράδειγμα θα αρκούσε για να στηρίξει αυτό το σημείο. Ο απλούστερος τύπος εμμενών πόρων για μορφογένεση φαίνεται πως είναι οι ενδογενώς παραγόμενες σταθερές καταστάσεις [stable states]. Ιστορικά, οι πρώτες τέτοιες καταστάσεις που ανακαλύφθηκαν από επιστήμονες που μελετούσαν τη συμπεριφορά της ύλης (αέρια) ήταν ενεργειακά ελάχιστα (ή αντίστοιχα, εντροπιακά μέγιστα). Η σφαιρική μορφή της σαπουνόφουσκας, επί παραδείγματι, προκύπτει από αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα συστατικά της μόρια καθώς αυτά αναγκάζονται ενεργητικά να «αναζητήσουν» το σημείο στο οποίο η επιφανειακή τάση ελαχιστοποιείται. Σ' αυτήν την περίπτωση, δεν τίθεται ερώτημα μιας ουσίας της «σαπουνοφουσκότητας» που με κάποιον τρόπο επιβάλει εαυτήν έξωθεν, [δηλαδή] μιας ιδεατής γεωμετρικής μορφής (σφαίρα) σχηματίζουσας μια αδρανή συλλογή μορίων. Αλλά μάλλον, μια ενδογενής τοπολογική μορφή (ένα σημείο στο χώρο των ενεργητικών δυνατοτήτων για αυτή τη μοριακή συνάθροιση) κυβερνά τη συλλογική συμπεριφορά των μορίων του ατομικού σαπουνιού, και καταλήγει στην ανάδυση ενός σφαιρικού σχήματος.

Επιπλέον, η ίδια τοπολογική μορφή, το ίδιο ελάχιστο σημείο, μπορεί να καθοδηγήσει τις διεργασίες που παράγουν πολλές άλλες γεωμετρικές μορφές. Για παράδειγμα, αν αντί για μόρια σαπουνιού έχουμε τα ατομικά συστατικά ενός συνηθισμένου κρυστάλλου άλατος, η μορφή που προκύπτει ελαχιστοποιώντας την ενέργεια (ενέργεια σύνδεσης σε αυτήν την περίπτωση) είναι ένας κύβος. Με άλλα λόγια, μια μόνο τοπολογική μορφή μπορεί να καθοδηγήσει τη μορφογένεση μιας ποικιλίας γεωμετρικών μορφών. Ένα παρόμοιο σημείο εφαρμόζει σε άλλες τοπολογικές μορφές που κατοικούν αυτούς τους χώρους ενεργητικών δυνατοτήτων. Για παράδειγμα, αυτοί οι χώροι ενδέχεται να περιέχουν κλειστούς βρόχους (τεχνικά αποκαλούνται «κύκλοι ορίου» και «περιοδικοί ελκυστές»). Σε αυτήν την περίπτωση οι διάφορες πιθανές φυσικές αναπαραστάσεις αυτού του χώρου θα επιδείξουν όλες ισομορφική συμπεριφορά: μια ενδογενώς παραγόμενη τάση να ταλαντωθούν με ένα σταθερό τρόπο. Ανεξαρτήτως αν κάποιος έχει να κάνει με μια κοινωνιο-τεχνολογική δομή (όπως ένας ραδιοπομπός ή μια μηχανή ραντάρ), μια βιολογική (ένας κυκλικός μεταβολισμός), ή μια φυσική (μια μεταφορά θερμότητας στην ατμόσφαιρα), είναι ένας και ο αυτός εμμενής πόρος που εμπλέκεται στη διαφορετική τους ταλαντωτική συμπεριφορά.» (13)

Βλέπουμε πως ο ελκυστής είναι μια «τοπολογική μορφή» που κατευθύνει αυτοοργανούμενες δυναμικές διαδικασίες. Oι τοπολογικές μορφές, στο έργο του G. Deleuze ταυτίζονται με τα λεγόμενα singularity points. Στο παράδειγμα του DeLanda, βλέπουμε πως πρόκειται για «κατώφλια», στα οποία η επικοινωνία διαφορών (διαφορών πίεσης, έντασης, ταχύτητας κλπ), μας δίνει μια εμμενή «σχηματοποίηση», μια «υλιστική μορφογένεση», ένα σχήμα-μορφή που αναδύεται ως ιδεατό σημείο στο οποίο κατεύθυνονται οι αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις σύγκλισης και απόκλισης. Έτσι λέμε, πως κατά κάποιο τρόπο, αυτή η μορφή-σημείο «κυβερνά» τη συμπεριφορά των μοριακών στοιχείων που βρίσκονται σε συνάθροιση.

Στα αποσπάσματα του Χέγκελ είδαμε κάτι ανάλογο με την έννοια ενός «ιδεατού τύπου» ή ενός ιδεατού σημείου ενότητας. Ας θυμηθούμε το παρακάτω απόσπασμα (παραπομπή 7):

«Εδώ η ιδεατότητα προχωρεί προς την ύπαρξη, την οποία τα υλικά μόρια ως ύλη απλά αναζητούν, το δι' εαυτό υφιστάμενο σημείο ενότητας εντός του οποίου αφού θα ελκύονταν πραγματικά, θα ήσαν ανηρημένα. Τούτο το σημείο ενότητας, στο βαθμό που αυτά έχουν βάρος, είναι καταρχήν εκτός αυτών και άρα το πρώτο καθεαυτό. Μέσα στην υποδεικνυόμενη άρνηση, την οποία υφίστανται, τίθεται τούτη η ιδεατότητα».

Στον Χέγκελ είδαμε ως προσφιλές παράδειγμα την κρυσταλλική δομή. Και ο DeLanda αναφέρει ένα ανάλογο παράδειγμα από τον κόσμο της γεωλογίας:

«Ο κόσμος της γεωλογίας επίσης έχει ενεργοποιήσεις αυτών των δυνητικών λειτουργιών, με ένα καλό παράδειγμα να είναι εκείνο των πυρογενών πετρωμάτων. Αντίθετα από τον αμμόλιθο, τα πυρογενή πετρώματα όπως ο γρανίτης δεν είναι το αποτέλεσμα ιζηματογένεσης και τσιμέντωσης, αλλά το παράγωγο μιας πολύ διαφορετικής διαδικασίας κατασκευής που σχηματίζεται κατευθείαν από το ψυχόμενο μάγμα. Καθώς το μάγμα ψύχεται τα διαφορετικά του στοιχεία αρχίζουν να χωρίζονται καθώς κρυσταλλοποιούνται σε ακολουθία, με αυτούς που στερεοποιούνται νωρίτερα να λειτουργούν ως περιέχοντα δοχεία για εκείνους οι οποίοι αποκτούν μια κρυσταλλική μορφή αργότερα. Σε αυτές τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι ένα πολύπλοκο σύνολο από ετερογενείς κρυστάλλους οι οποίοι συναρμόζονται ο ένας με τον άλλο, και αυτό είναι που παρέχει στο γρανίτη την ανώτερη δύναμη του. Εδώ τα εμβόλιμα στοιχεία περιλαμβάνουν καθετί το οποίο επιφέρει τοπικές συναρθρώσεις ένδοθεν των κρυστάλλων, περιλαμβανομένων κέντρων πυρήνωσης και ορισμένων γραμμικών ατελειών που καλούνται εξαρθρώσεις, όπως και τοπικών συναρθρώσεων μεταξύ κρυστάλλων, τέτοιων όπως τα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα στη διεπαφή μεταξύ υγρών και στερεών. Έτσι, ο γρανίτης μπορεί να ειπωθεί πως είναι μια περίπτωση πλέγματος» (14).

Στον Χέγκελ είδαμε ήδη, μεταξύ άλλων, τις παρακάτω αναφορές (παραπομπές 10 και 11):

«Η δραστηριότητα, που πέρασε μέσα στο προϊόν της, είναι η δομή, που καθορίζεται σαν κρύσταλλος. Μέσα σ'αυτή την ολότητα οι διαφορετικοί μαγνητικοί πόλοι ανάγονται στην ουδετερότητα, η αφηρημένη γραμμικότητα της τοπικά καθοριστικής δραστηριότητας πραγματοποιείται σε επίπεδο και επιφάνεια ολόκληρου του σώματος. Όσο διευρύνεται από τη μία η εύθρυπτη σημειακότητα σε ανεπτυγμένο τύπο, τόσο περιορίζεται και οριοθετείται η τυπική έκταση της σφαίρας. Ο τύπος επιδρά ώστε να αποκρυσταλλώνεται το σώμα προς τα έξω (οριοθετώντας τη σφαίρα) και την εσωτερική του συνοχή με συρραφή των πτυχών του και με συγκρότηση πυρηνικής δομής (διαμορφώνοντας τη σημειακότητα)»

Η «αφηρημένη γραμμικότητα» για την οποία μιλά ο Χέγκελ, πρέπει να θεωρηθεί η «γραμμικότητα» που αναδύεται μέσα από την αλληλόδραση υλικών μορίων «εν μέσω διαφορών» (βλ. αμέσως παρακάτω), από μη γραμμικές διαδικασίες.

«Η δομή πρέπει να προβεί εν μέσω των διαφορών και να συγκροτήσει την ενότητά τους. Ο κρύσταλλος έχει συγχρόνως μια εσωτερική και μια εξωτερική δομή, ως δύο συνισταμένες του τύπου. Τούτη η διττή γεωμετρία και δόμηση είναι συγχρόνως έννοια και πραγματικότητα, ψυχή και σώμα...Ο εσωτερικός προσδιορισμός του τύπου δεν είναι πλέον απλά εκείνος της συνάφειας, αλλά όλα τα μόρια ανήκουν σ'αυτόν τον τύπο. Η ύλη αποκρυσταλλώνεται πέρα για πέρα»

Η κρυσταλλογραφία προέρχεται από τον κόσμο της γεωλογίας. Ο Χέγκελ αναφέρει επίσης στη Φιλοσοφία της Φύσης το παράδειγμα των απολιθωμάτων (σελ. 186). Μπορούμε να προσθέσουμε στα παραπάνω μερικές ακόμα περιγραφές, βλέποντάς τες πια υπό το πρίσμα των αναφορών του DeLanda:

«Ο κρύσταλλος είναι οριοθετημένος προς τα έξω, τακτικά περίκλειστος σε μία ενότητα, που είναι διαφοροποιημένη εν εαυτή. Οι επιφάνειες είναι εντελώς λείες, σ’αυτές προσαρτώνται κόγχες, γωνίες σε τακτική δομή ισόπλευρων πρισμάτων, που προκαλούν μια εξωτερική (φαινομενική) αταξία, που όμως μπορεί να διαγνωσθεί ένας νόμος. Υπάρχουν λεπτοφυείς κοκκώδεις κρύσταλλοι, όπου η δομή παρατηρείται  κυρίως στην επιφάνεια. Η γεώδης κατάσταση παρίσταται ως σημειακότητα, δηλαδή δομή του άμορφου. Τα καθαρά κρύσταλλα όμως, όπως π.χ η ανθρακική άσβεστος δείχνουν ακόμη και στα ελαχιστότατα κομμάτια τους την εσωτερική, πρωτύτερα εντελώς αόρατη δομή, όταν τεμαχίζονται σε σημείο, που να έχουν την ελευθερία να διαρρηχθούν σύμφωνα με τον εσωτερικό τύπο. Έτσι κρύσταλλα μεταλλικής φλέβας, τρία πόδια μακριά και ένα πόδι πλατιά, που βρέθηκαν στο Gotthard και στο νησί της Μαγαδασκάρης, διατηρούν ήδη την εξάγωνη δομή τους. Τούτη η κοκκώδης δομή, που είναι διαφανής, κινεί πάντοτε τον θαυμασμό. Αν τεμαχίσει κάποιος την ανθρακική άσβεστο, που έχει ρομβοειδή δομή, τα τεμάχια είναι εντελώς ομοιόμορφα, αν δε οι τομές γίνουν κατά την εσωτερική φορά όλες οι επιφάνειες  γίνονται καθρέφτες…Ο κρύσταλλος έχει τον πυρήνα του πάλι ως κρύσταλλο, την εσωτερική του δομή ως ένα σύνολο διαστάσεων. Η πυρηνική δομή μπορεί να είναι ποικίλη […] Ως γνωστόν, ο Hauey κατέγραψε αυτή τη γεωμετρία της εσωτερικής και εξωτερικής δομής στα απολιθώματα, αλλά χωρίς να αναδείξει την εσωτερική αναγκαιότητα ούτε τη σχέση της προς το ειδικό βάρος. Υπολαμβάνει τον πυρήνα, βομβαρδίζει τις επιφάνειές του με ολόκληρα μόρια σύμφωνα με ένα είδος τριβής, όπου διά της προοδευτικής φθοράς και φθίσεως του θεμελίου προκύπτουν οι εξωτερικές μορφές, κατά τρόπον όμως που ο νόμος αυτής της τριβής να καθορίζεται από την προδεδομένη τριβή […] Διαφαίνεται μια αρχή αποκρυστάλλωσης π.χ στα κυματοειδή μέταλλα του κασσίτερου και του σιδήρου, όταν ένα ασθενές οξύ επιδρά επιφανειακά στο μέταλλο. Οι σχηματισμοί όμως δεν είναι ομοιόμορφοι, αλλά είναι ορατή μονάχα μία αρχή προς την κατεύθυνση μίας κοκκώδους δομής» (15)

Στα «Χίλια Χρόνια μη Γραμμικής Ιστορίας», ο Ντε Λάντα συνοψίζει για άλλη μια φορά τις ιδέες των Ντελέζ-Γκουαταρί όσον αφορά την υλιστική μορφογένεση:

«Η έννοια του Σώματος χωρίς Όργανα δημιουργήθηκε σε μια προσπάθεια να γίνει αντιληπτή η γέννηση της μορφής (στις γεωλογικές, βιολογικές και πολιτιστικές δομές) σε αποκλειστική σχέση με ενυπάρχουσες δυνατότητες των ροών των πληροφοριών περί ύλης-ενέργειας και όχι με κάποιον υπερβατικό παράγοντα, είτε πλατωνικό είτε θεϊκό. Για να εξηγήσουν αυτό το εγγενές μορφογενετικό δυναμικό χωρίς να παρεισφρύσουν από την πίσω πόρτα υπερβατικές έννοιες, ο Ντελέζ και ο Γκουαταρί ανέπτυξαν τη θεωρία των θεωρητικών μηχανισμών, δηλαδή μηχανολογικά διαγράμματα που ορίζουν διαδικασίες γέννησης δομών που επιφέρουν τη γέννηση μόνιμων μορφών, αλλά που δεν είναι μοναδικές για τις μορφές αυτές. Με άλλα λόγια, αντιπροσωπεύουν (όπως μια ουσία) αυτό που ορίζει την ταυτότητα των μορφών αυτών. Οι ελκυστές είναι η απλούστερη μορφή θεωρητικού μηχανισμού, οι οποίοι λειτουργούν στο επίπεδο μη γραμμικών, μη διαστρωματωμένων ροών. Οι ελκυστές εκφράζουν πρότυπα σταθερότητας. Όταν πάρουν τη μορφή αυτή, είναι εγγενή σε αφηρημένη δυναμικά συστήματα και μπορούν να «ενσαρκωθούν» σε πλήθος πραγματικών φυσικών συστημάτων. Ο ένας και αυτός περιοδικός ελκυστής μπορεί να ενεργοποιηθεί από τη λάβα ή τον άνεμο και να γίνει κύτταρο μεταγωγής, το οποίο επηρεάζει τη συμπεριφορά των κρυστάλλων των ραδιοφώνων, την περιοδική συμπεριφορά στα ηλεκτρονικά κυκλώματα ή τις χημικές αντιδράσεις, ακόμα και τη συμπεριφορά ενός οικονομικού συστήματος, κατά τη διάρκεια ενός επιχειρησιακού κύκλου. Ένα δυναμικό σύστημα, η συμπεριφορά του οποίου διέπεται απ' αυτές τις ενδογενώς παραγόμενες σταθερές καταστάσεις, χαρακτηρίζεται επιπλέον από ορισμένες παραμέτρους ζωτικής σημασίας. Σε οποιαδήποτε στιγμή στην ιστορία του συστήματος, αυτός που καθορίζει τα μέσα έλξης που διαθέτει το σύστημα και, συνεπώς, τον τύπο των μορφών που μπορεί να παράγει είναι ο βαθμός έντασης των παραμέτρων αυτών (ο βαθμός θερμοκρασίας, πίεσης, όγκου, ταχύτητας, πυκνότητας κλπ). (Με άλλα λόγια, σε κρίσιμες τιμές αυτών των παραμέτρων, προκύπτουν διακλαδώσεις που μεταβάλλουν αιφνιδίως ένα σύνολο ελκυστών σε κάποιο άλλο) (16).

Το Σώμα δίχως όργανα, είναι το «πεδίο εμμένειας», το διάγραμμα των δυνάμεων, πιέσεων, εντάσεων, διαφορών πυκνότητας, θερμοκρασίας, ταχύτητας, κ.ο.κ, από το οποίο αναδύεται ιδεατά ως δυναμικό, «από τα κάτω» (και όχι εξ υπαρχής δοσμένο), «σημείο ισορροπίας» η μορφή, η «δομή του άμορφου», η οποία ιδεατή μορφή-σημειακότητα, «ενσαρκώνεται» σε διάφορες πραγματικές καταστάσεις αυτού του δυναμικού μη γραμμικού συστήματος (με συγκεκριμενοποιήσεις των παραμέτρων σε καθορισμένες τιμές).

Το γενικό περίγραμμα του ίδιου μηχανισμού, παρότι η επιστήμη της εποχής δεν είχε φτάσει στα απαιτούμενα επίπεδα, μας το δίνει ο Χέγκελ. Αυτό έχει ήδη διαφανεί με τα συγκεκριμένα παραδείγματα που παραθέσαμε, όμως μπορούμε τώρα να δούμε το θεωρητικό πλαίσιο αυτό με πιο αφηρημένο τρόπο, παραθέτοντας ένα πολύ εκτεταμένο απόσπασμα των λεγομένων του:

«Το σώμα ως ολική ατομικότητα είναι άμεσο, γαλήνια ολότητα, άρα τύπος της χωρικής συνύπαρξης του υλικού, συνεπώς καταρχήν και πάλι μηχανισμός. Η δομή είναι επομένως υλικός μηχανισμός της άνευ όρων ελευθέρως καθορισμένης ατομικότητας, το σώμα, του οποίου, όχι μόνο το είδος της εσωτερικής συνοχής, αλλά και ο εξωτερικός του περιορισμός στο χώρο καθορίζεται από τον εγγενή και αναπτυσσόμενο τύπο. Τοιουτοτρόπως, ο τύπος αποκαλύπτεται από μόνος του και δεν καταδεικνύεται μόνο ως μία ιδιομορφία αντίστασης έναντι ξένης εξουσίας (σημείωση δική μου: αυθόρμητη, υλική μορφογένεση ως αυτοοργανωνούμενο σύστημα, ακριβώς ό,τι περιγράφει η σύγχρονη αναρχική κοσμοθεώρηση).

Προσθήκη: Ενώ το εν εαυτώ Είναι προηγουμένως αναδεικνυόταν μόνο διά της εξωτερικής ώθησης ή ως αντίδραση σ’αυτήν, τώρα ο τύπος δεν εκδηλώνεται ούτε με εξωτερική βία, ούτε ως κατάρρευση της υλικότητας. Αντιθέτως, χωρίς παρώθηση, έχει το σώμα ένα μυστικό, σιωπηρό γεωμέτρη εντός του, ο οποίος ως διαπεραστικός τύπος το οργανώνει εξωτερικά και εσωτερικά (σ.σ βλ. «μυστικό του εμπορεύματος» και «αξία» ως ελκυστή). Τούτη η οριοθέτηση προς τα έσω και προς τα έξω οδηγεί αναγκαστικά στην ατομικότητα. Έτσι, η επιφάνεια του σώματος οριοθετείται από τον τύπο. Είναι περίκλειστο έναντι των άλλων και δείχνει την ειδική καθοριστικότητά του χωρίς εξωτερική επίδραση κατά τη γαλήνια εξισορρόπησή του (σ.σ σημείο ισορροπίας του συστήματος). Το κρύσταλλο βέβαια δεν είναι μηχανικά συντεθειμένο. Όμωςεδώ ο μηχανισμός συνοψίζεται ως ατομικός, επειδή αυτή η σφαίρα είναι η ήρεμη εξισορρόπηση του εκτός των αλλήλων Είναι, αν και η σχέση των μορίων προς το κέντρο καθορίζεται διά του εγγενούς τύπου (σ.σ βλ. ‘’μηχανολογικό διάγραμμα’’ στον Ντε Λάντα). Το ούτω πως διαμορφωμένο εκφεύγει από τη βαρύτητα (σ.σ βλ. τα προηγούμενα, σε συνδυασμό με αξία ως νόμο της βαρύτητας και άξονα/ισορροπία τιμών).Δηλαδή αυξάνεται σε ύψος. Φυσικά κρύσταλλα, όταν κανείς τα παρατηρεί, εμφανίζονται πέρα για πέρα διαρθρωμένα. Παρά ταύτα, δεν έχουμε εδώ ακόμη την ψυχή, που βρίσκουμε στη ζωή, διότι η ατομικότητα δεν είναι εδώ εισέτι αντικειμενική, αυτή δε είναι η διαφορά του ανόργανου από το οργανικό. Η ατομικότητα δεν είναι ακόμη υποκειμενικότητα, έστω ώστε ο άπειρος τύπος, που διαφοροποιείται εν εαυτώ συνέχοντας τη διαφορά του, να είναι και δι’εαυτόν. Τούτο απαντάται για πρώτη φορά στο αισθητηριακό. Εδώ όμως η ατομικότητα είναι ακόμα βυθισμένη στην ύλη, απλά υπάρχει, χωρίς να είναι ελεύθερη.

Το επόμενο στάδιο είναι η καθοριστικότητα, που προσήκει στη δομή ως ανόργανη σε αντίθετη με το οργανικό. Διότι η δομή, που έχουμε εδώ, είναι εκείνη, όπου για πρώτη φορά οι χωρικοί καθορισμοί του τύπου καθίστανται αυτονόητοι:

Eυθείες γραμμές, ομαλά επίπεδα και συγκεκριμένες γωνίες. Θα αναφέρουμε αμέσως το λόγο γι’αυτό. Ο τύπος, που αποκαλύπτεται στην αποκρυστάλλωση, είναι μια σιωπηρή ζωή, που κατά θαυμαστό τρόπο ανακινείται σε μηχανικά, εξωτερικά καθορισμένε πέτρες ή μέταλλα και εξωτερικεύεται σε ιδιότυπες μορφές ως οργανική και οργανωτική οσμή. Εξαπλώνονται ελεύθερα και αυτόνομα. Όποιος δεν έχει συνηθίσει την όψη αυτών των τακτικών και διακοσμημένων μορφοποιήσεων, δεν τα εκλαμβάνει ως φυσικά προϊόντα αλλά τα αποδίδει μάλλον στην ανθρώπινη τέχνη και εργασία. Η τακτικότητα της τέχνης όμως επιτυγχάνεται διά της εξωτερικής σκόπιμης δραστηριότητας. Εδώ όμως δεν πρέπει να σκεφτόμαστε αυτή την εξωτερική σκοπιμότητα, όπως όταν μορφοποιώ σύμφωνα με τους σκοπούς μου μία εξωτερική ύλη. Στο κρύσταλλο, μάλλον ο τύπος της ύλης δεν είναι εξωτερικός, αλλά αυτοσκοπός, το καθεατό και διεαυτό δραστικό. Στο νερό υπάρχει ένα αόρατο φύτρο, μία δύναμη που κατασκευάζει. Τούτη η δομή είναι τακτική με την αυστηρή έννοια του όρου. Επειδή όμως δεν είναι ακόμη διαδικασία καθεαυτή, είναι μία ολοκληρωμένη τακτικότητα, δηλαδή τα μόρια συγκροτούν ομού τον τύπο. Δεν είναι ακόμη οργανική μορφή, μη ούσα απλά νοησιαρχική. Εκείνος ο πρώτος τύπος υπάρχει ακόμη, διότι δεν είναι ακόμη υποκειμενικός. Αντίθετα, στο οργανικό η μορφή είναι πλασμένη κατά τρόπον, ώστε σε κάθε τμήμα να παρουσιάζεται το σύνολο της μορφής και όχι μόνο το κάθε τμήμα να καθίσταται κατανοητό μέσω του συνόλου. Στο ζωντανό πλάσμα συνεπώς κάθε σημείο της περιφέρειας είναι το σύνολο, όπως εγώ αισθάνομαι κάθε μέλος του σώματός μου. Από αυτό προκύπτει ότι η μορφή του οργανικού δεν στηρίζεται σε ευθείες γραμμές και επίπεδα, που εντάσσονται μόνο στην αφηρημένη κατεύθυνση του συνόλου, μη όντας ολότητες. Αντιθέτως, στη ζωντανή μορφή έχουμε καμπύλες, διότι το κάθε τμήμα της καμπύλης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση το συνολικό νόμο αυτής (σ.σ παράγωγος της συνάρτησης), πράγμα που δε συμβαίνει σε μια μη νοησιαρχική δομή. Η καμπύλωση του οργανικού όμως δεν είναι κύκλος ή σφαίρα, διότι και αυτά είναι νοησιαρχικές καμπύλες, αφού η σχέση όλων των σημείων της περιφέρειας προς το κέντρο είναι η αφηρημένη ταυτότητα. Η κυρτή γραμμή, που έχουμε στο οργανικό, πρέπει να είναι διαφοροποιημένη εν εαυτή, αλλά με τρόπο, ώστε το διαφοροποιημένο να υποτάσσεται πάλι στην ισότητα. Συνεπώς, η γραμμή του ζωντανού είναι η έλλειψη, όπου η ισότητα των μορίων ανακύπτει και πάλι και μάλιστα τόσο ως προς τη διεύθυνση του μεγάλου, όσο και προς τη διεύθυνση του μικρού άξονα. Ειδικότερα επικρατεί η οβάλ γραμμή, που έχει αυτή την ισότητα μόνο προς μία κατεύθυνση. Ο Moeller παρατηρεί εύστοχα ότι όλοι οι οργανικοί τύποι π.χ των φτερών, των πτερύγων, της κεφαλής, όλες οι γραμμές του προσώπου, όλες οι μορφές των φύλλων των φυτών και των εντόμων, των πτηνών, των ψαριών κλπ, είναι τροποποιήσεις της οβάλ ή της κυματοειδούς γραμμής, την οποία ονομάζει γραμμή ωραιότητας. Στο ανόργανο πεδίο όμως δεν εντοπίζονται ακόμη κυρτές γραμμές, αλλά τακτικά γεωμετρικά σχήματα με αντίστοιχες ίσες γωνίες, όπου όλα αυτά είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της διαδικασίας της ταυτότητας. Μια τέτοια λανθάνουσα χάραξη των γραμμών, διάταξη επιπέδων και οριοθέτηση διά παράλληλων γραμμών είναι η δόμηση.

Τούτη η μορφή (σ.μ δομή) πρέπει τώρα να την εξετάσουμε στους μεμονωμένους καθορισμούς της, εκ των οποίων πρέπει να διακρίνουμε τρεις: Πρώτον, αφαιρέσεις της μορφής, δηλαδή το άμορφο, το αδόμητο. Δεύτερον, την αυστηρότητα της δομής, η δομή εν μέσω διαδικασίας, η μορφή εν των γίγνεσθαι, η δραστηριότητα της δόμησης, η μορφή, ως μη ακόμα πραγματωμένη, ο μαγνητισμός. Τρίτον, η αληθής δομή, ο κρύσταλλος» (17)

Ίσως όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις ιδέες των Ντ-Γκ και των μελετητών τους όπως ο Ντε Λάντα, δουν στο παραπάνω απόσπασμα άμεσα, δίχως κόπο και χωρίς άσκηση καμιάς ερμηνευτικής βίας, πληθώρα βασικών ιδεών τους. Αν θέλετε την άποψή μου, πρόκειται για μια σχεδόν λογοκλοπή, μια υπερεκμετάλλευση του εγελιανού έργου, που εμφανίστηκε ως σφοδρός αντι-εγελιανισμός, με τη βοήθεια των νεώτερων επιστημονικών εξελίξεων που ήταν το καλύτερο δυνατό επιχείρημα πως «ξεπεράστηκε», έτσι απλά, ο Χέγκελ. Δεν είναι τυχαίο που όλοι αυτοί, δεν κάνουν καμία αναφορά στη Φιλοσοφία της Φύσης του Χέγκελ (και αν κάνουν και δεν το γνωρίζω, τότε δεν πρόκειται για αναφορές που γενικά... κρύβονται).

Όμως, για να πάμε στο στρατόπεδο του παραδοσιακού μαρξισμού, είναι δυνατό να έχει κανείς δεδομένη τη Διαλεκτική της Φύσης του Ένγκελς, και να μην προσπαθεί να κάνει μια συγκριτική αντιπαραβολή με τη Φιλοσοφία της Φύσης του Χέγκελ; Αν έγιναν τέτοιες έρευνες, γιατί θάφτηκαν; Tέτοια σπουδή πια να παρουσιαστεί ο Χέγκελ ως ένας τελειωμένος ιδεαλιστής;

Στο παραπάνω απόσπασμα του Χέγκελ, βλέπουμε μια εννοιολόγηση της Δομής, μια θεωρία για το «δομισμό» και την αντιπαράθεσή της (σαν το ανόργανο) με το οργανικό, με το «ζωντανό πλάσμα», που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνήθης αντιδιαστολή της νεότερης αναρχικής κομοθεώρησης ανάμεσα στο Κράτος ως υπερβατολογικό μηχανισμό που δομεί χαράσσοντας καθορισμένες ευθείες, τακτικές θέσεις, όρια, περατότητα, έναντι ενός ολόκληρου σύμπαντος ανοιχτότητας, ροϊκότητας, καμπύλης έναντι της ευθείας. Η «συνολοταυτιστική σκέψη» έναντι του μάγματος στον Καστοριάδη (είδαμε το μάγμα, μην το ξεχνάμε, και στα παραπάνω αποσπάσματα), το σώμα με όργανα έναντι του σώματος δίχως όργανα στους Ντ-Γκ. Ο Χέγκελ είχε την ατυχία να τον συκοφαντήσουν, επειδή δεν έζησε την εποχή όπου θα συλλαμβάνονταν τα μη γραμμικά συστήματα, στη φυσική, τη βιολογία, και σε άλλα πεδία του επιστητού, μέχρι την κοινωνιολογική τους «εφαρμογή». Έτσι, μπορούσαν όλοι να παρακάμψουν τη φιλοσοφική, λογική και επιστημονική ουσία των παρατηρήσεών του, και να του συμπεριφέρονται σαν «ψόφιο σκυλί».

Το πόσο εμπνεύστηκαν από αυτές τις ιδέες οι Μάρξ-Ένγκελς, φαίνεται από πάρα πολλά σημεία. Ενδεικτικά να αναφερθούμε σε κάποια χωρία της Διαλεκτικής της Φύσης. Στο κεφάλαιο «Μαθηματικά» (18), δείτε τις αναφορές στο διαφορικό λογισμό, στη «μοριακότητα» και σε άλλα σχετικά μοτίβα. Αναφέρει ο Ένγκελς με θετικά λόγια την αντιπαράθεση από τον Βίτνερμαν πεπερασμένης και μοριακής απόστασης (19), ισχυρίζεται ότι «ο διαφορικός λογισμός επιτρέπει, για πρώτη φορά στις φυσικές επιστήμες να απεικονίζουν μαθηματικά, διαδικασίες, και όχι μόνο καταστάσεις: κίνηση» (20), και γράφει: «Εφαρμογή των μαθηματικών: απόλυτη στη μηχανική των στερεών, κατά προσέγγιση στη μηχανική των αερίων, ακόμα πιο δύσκολη στη μηχανική των υγρών. Περισσότερο δοκιμαστική και σχετική στη φυσική. Στη χημεία, απλές εξισώσεις πρώτου βαθμού, από τις πιο στοιχειώδεις - στη βιολογία = 0» (21).

Στον πυρήνα του ντελεζιανού στοχασμού βρίσκεται ο διαφορικός λογισμός, το «μικρομοριακό» έναντι του γραμμομοριακού (μικροεπίπεδο έναντι μακροεπιπέδου) ενώ όλο του το έργο διαπνέεται από την ιδιότυπη σύμφυρση του οργανικού με το ανόργανο, το τελευταίο στην περίπτωση των αυτοματοποιημένων μηχανισμών, των μηχανισμών που λειτουργούν με ανατροφοδότηση εισροών-εκροών (feedback). Με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε σε επόμενες αναρτήσεις. Εδώ αρκεί να θέσουμε το ζήτημα της σχέσης του Χέγκελ με το μαρξισμό και τους Ντελέζ-Γκουαταρί στο πεδίο αυτό.


Στο εκτενές απόσπασμα του Χέγκελ που παραθέσαμε, ο φιλόσοφος μας λέει πως δεν πρέπει να βλέπουμε τη μορφογένεση υλικών διαδικασιών όπως ο κρύσταλλος σαν έργο τέχνης μιας εξωτερικής διάνοιας-σκοπιμότητας, μολονότι η θαυμαστή αρχιτεκτονική πολλών φυσικών μορφών μας ωθεί προς κάτι τέτοιο. Όπως ακριβώς λέει ο De Landa, πως δεν πρέπει να αναζητούμε την αιτία των μορφών αυτών στο Θεό-δημιουργό, έτσι και ο Χέγκελ τονίζει πως ο «ιδεατός τύπος» δεν είναι άλλο παρά η μορφή που συνοψίζει και συνέχει τις διαφορές των υλικών μορίων σε ένα πεδίο. Έτσι η μορφή ή τύπος είναι εμμενής στο υλικό πεδίο δυνάμεων.

Είδαμε και παραπάνω πως η έλξη αυτή των υλικών, μοριακών κινήσεων από ένα ιδεατό σημείο ενότητας, σχετίζεται με το νόμο της βαρύτητας. Εξ αρχής παρατηρήσαμε παραθέτοντας αποσπάσματα τη σημασία της αναλογίας του νόμου της βαρύτητας με το νόμο της αξίας, σύμφωνα με τον ίδιο το Μάρξ. Για να καταλάβουμε τι έχει αλλάξει στη σύλληψη του προβλήματος από την εποχή του Νεύτωνα και μένοντας στην ερμηνεία των Ν-Γκ από τον Ντε Λάντα, ας δούμε τι λέει ο τελευταίος σχετικά με το ζήτημα. Παραθέτοντας τις απόψεις της Nancy Cartwright, φιλοσόφου της επιστήμης, γράφει ο Ντε Λάντα (η μετάφραση είναι δική μου):

«…Κάπως παράδοξα, ισχυρίζεται ότι οι θεμελιώδεις νόμοι της φυσικής, αυτοί οι νόμοι οι οποίοι στο αξιωματικό είδος προσεγγίσεων υποτίθεται ότι είναι οι ανώτερες αλήθειες, είναι στη πραγματικότητα ψευδείς. Οι νόμοι της φυσικής ψεύδονται, όπως το θέτει. Αυτό που εννοεί είναι ότι ένας θεμελιώδης νόμος πετυχαίνει τη γενικότητά του σε βάρος της ακρίβειάς του. Ένας θεμελιώδης νόμος, όπως ο νόμος της βαρύτητας του Νεύτωνα, είναι αυστηρά μιλώντας αληθής μόνο στις πιο τεχνητές περιπτώσεις, όταν όλες οι άλλες δυνάμεις (όπως οι ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις) είναι απούσες, για παράδειγμα, ή όταν δεν υπάρχει τριβή ή άλλες μη γραμμικότητες. Με άλλα λόγια, ο νόμος είναι αληθής μόνο μέσα σε μία πολύ ευρεία ρήτρα «με όλα τα άλλα ίσα (σ.μ σταθερά)» που συνάπτεται σε αυτόν. Μπορούμε να compensate for the shortcomings των θεμελιωδών νόμων προσθέτοντας στη βασική εξίσωση άλλες εξισώσεις που αναπαριστούν τη δράση άλλων δυνάμεων ή τις πολύπλοκες αιτιακές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε δυνάμεις. Αλλά τότε χάνουμε τη γενικότητα η οποία έκανε τον αρχικό νόμο τόσο ελκυστικό στους ουσιοκράτες. Το μοντέλο γίνεται περισσότερο αληθές, περιγράφοντας με αυξημένη ακρίβεια ενός δοσμένου πειραματικού φαινομένου, όμως για τον ίδιο λόγο γίνεται λιγότερο γενικό. Εν συντομία, για την Carwright το αντικειμενικό περιεχόμενο της φυσικής δεν εδράζεται σε λίγους θεμελιώδεις νόμους, αλλά στο μεγάλο αριθμό των αιτιακών μοντέλων προσαρμοσμένων σε εξαιρετικές καταστάσεις» (22).



Μέρος Β

Μπορούμε να πούμε λοιπόν, πως ο νόμος της αξίας του Μάρξ, είναι το σημείο ισορροπίας στο οποίο τείνουν ιδεατά οι αποκλίσεις των τιμών, ως αντικειμενική τάση ισορροπίας του εμπορευματοχρηματικού συστήματος (στην κεφαλαιοκρατία), η οποία όμως αναδύεται από τις ίδιες τις υλικές διαδικασίας ανταλλακτικής επικοινωνίας, όπως ουσιαστικά μας λέει ο Μάρξ, δεν πρόκειται δηλαδή για ένα Νόμο αξιωματικά, ανεξαρτήτων συνθηκών δοσμένων. Άλλωστε, όπως μας λέει ο Μάρξ σε κάθε περίπτωση που μελετά «νόμους» ως «αντικειμενικές τάσεις», αυτές ισχύουν «με όλα τα άλλα σταθερά» (cetibus paribus). Επομένως, πρόκειται για μια μετατροπή μη γραμμικών, υλικών διαδικασιών σε μια «αφηρημένη γραμμικότητα», όπως είδαμε και στον Χέγκελ, μέσω της συγκρότησης ενός αιτιακού μοντέλου που αναπαριστά τις σχέσεις αυτές και την εσωτερική εξισσορόπηση των αντικρουόμενων δυνάμεων, αυτός είναι ο λεγόμενος μαρξικός «νόμος της αξίας». Η κίνηση είναι κίνηση ενεργητικής συγκρότησης ενός μοντέλου με συναγωγή από εξαιρετικές, ειδικές διακυμάνσεις ενός γενικού «σχήματος» και μιας γενικής κατεύθυνσης. Βάσει όσων λέει ο Ντε Λάντα, στο νόμο αυτό πρέπει να δώσουμε χαρακτήρα περισσότερο ή λιγότερο αληθούς, ανάλογα με το πόσες μη γραμμικές, ετερογενείς αιτιακές διαδικασίες μπορεί να αναπαριστά, σε συνάρτηση πάντα με την αιτούμενη γενικότητά του.

Έτσι μπορούμε να σκεφτούμε ότι, η εισαγωγή άλλων διακυμάνσεων στην εξίσωση, όπως οι διακυμάνσεις της ταξικής πάλης αλλά και ευρύτερες νομικές, πολιτιστικές, ηθικές κλπ ανισορροπίες, που θα διατάρασσαν την ομαλή αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος, μένουν έξω από το αιτιακό μοντέλο του «νόμου της αξίας» που εδώ συγκροτεί ο Μάρξ. Άλλωστε, βλέπουμε πως «βάζει σε παρένθεση» την ταξική πάλη, με εξαίρεση την εισαγωγή της πχ για την πάλη των μισθών στην Αγγλία που βλέπουμε στο Κεφάλαιο.

Η κριτική διάφορων αναλυτών όπως πχ του Καστοριάδη, είναι ουσιαστικά ότι ο Μάρξ με τους αφηρημένους νόμους του όπως πχ ο νόμος της αξίας, μετατρέπει σε γραμμικές μη γραμμικές διαδικασίες, την ίδια την κοινωνική ζωή και το αστάθμητο των ανθρώπινων επιλογών,  και "αξιωματικοποιεί", με την έννοια που το λέει ο DeLanda. Η απάντηση των μαρξιστών είναι, εύλογα, πως η μέθοδος «όλα τα άλλα σταθερά» επιστημονικά νομιμοποιείται, είναι γόνιμη, και πως ο Μάρξ θεωρεί διακυμάνσεις παραμέτρων όπως η πρόσφορά-ζήτηση, η ταξική πάλη αλλά και ευρύτερα άλλων κοινωνικών δομών (πχ πολιτικών) ως απούσες, ώστε να μελετήσει επιστημονικά ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.

Η παραπάνω απάντηση είναι σωστή, όμως είναι ημιτελής, και άρα όχι «αληθής», στο βαθμό που δεν έχει επίγνωση όλων των συνεπειών αυτού που λέει. Ένας μαρξιστής, λοιπόν, που παραδέχεται πως ο νόμος της αξίας δρα υπό τον όρο όλων των άλλων ως σταθερών, οφείλει να μοχθήσει ώστε να διευρύνει την απεικόνιση, συμπεριλαμβάνοντας και άλλες παραμέτρους, και άλλες μη γραμμικές διαδικασίες στο αιτιακό μοντέλο, ώστε να είναι αυτό περισσότερο αληθές. Στο βαθμό που δεν το κάνει, στο βαθμό που θεωρεί πως η υπόθεση τελείωσε με το «νόμο της αξίας», τους νόμους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, ή με το «Κεφάλαιο» του Μάρξ, στο βαθμό που δεν μοχθεί να διευρύνει την επιστημονική απεικόνιση στο επίπεδο της κοινωνικού συστήματος, περικλείοντας έτσι στην ανάλυση και μη οικονομικές δομές, στο βαθμό δηλαδή που στην πραγματικότητα δεν έχει επίγνωση των περιορισμών της μεθόδου του και των επιστημονικών καθηκόντων του, ο μαρξισμός γίνεται ένα μη επιστημονικό, κλειστό, αυτάρεσκο σύστημα.


Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσει κανείς το εξής. «Όλα τα άλλα μένουν σταθερά» επειδή το όλο σύστημα «λειτουργεί ομαλά», ώστε να λειτουργεί, και στο οικονομικό επίπεδο, ο νόμος της αξίας. Στις άλλες παραμέτρους και στις διακυμάνσεις τους, για το σκοπό αυτό, πρέπει να ασκείται βία όποτε βλέπουμε απόκλιση που υπερβαίνει την αναγκαία συνθήκη ισορροπίας.

Η Βία αυτή είναι, με την ευρεία έννοια, το Κράτος. Το Κράτος εμποδίζει τις ενοχλητικές διακυμάνσεις της ταξικής πάλης, ή τις διακυμάνσεις σε πολιτικό, ηθικό κλπ επίπεδο, που θα οδηγούσαν στη διάρρηξη του νόμου της αξίας, τις κρατά μέσα σε όρια. Επιπλέον, ως αρχή δόμησης του κοινωνικού χώρου, εδαφικοποιεί, τον μετατρέπει σε εκτατικό, διατεταγμένο χώρο θέσεων που συνδέονται με ευθείες γραμμές, όπως και τον χρόνο, που από βιωμένη διάρκεια τον διακριτοποιεί σε ίσα τμήματα και τον δομεί σε μια μετρική κλίμακα (βλ. πχ την ωρολογιακή μέτρηση της εργάσιμης ημέρας). Επομένως, ο νόμος της αξίας δεν καθορίζει μονοσήμαντα την κρατικοπολιτική κανονικότητα. Η «εκμετάλλευση» δεν «προηγείται» της κυριαρχίας (ούτε όμως και το αντίστροφο). Δεν είναι ο τόπος για να αναπτύξουμε τις συνέπειες των διατυπώσεων αυτών. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε απλά πως ό,τι συνήθως νομίζεται, τόσο από τους υποστηρικτές όσο και από τους επαναστάτες-χωρίς-αιτία επικριτές, απέχει αρκετά μάλλον από την αποσαφήνιση του όλου ζητήματος.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω, ας δούμε τι λένε οι Ντ-Γκ για το «νόμο της βαρύτητας» και πώς τον συνδέουν με το Κράτος:

«Θα ήταν λοιπόν διδακτικό εάν συγκρίναμε τα δυο επιστημονικά πρότυπα, σύμφωνα με την μέθοδο του Πλάτωνα στον Τιμαίο. Το ένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Συγκριτικό και το άλλο Διαφοροποιητικό. Το συγκριτικό είναι το νομικό ή νομικίστικο πρότυπο που εφαρμόζουν οι βασιλικές επιστήμες. Η αναζήτηση νομοτελειών βασίζεται στην εύρεση σταθερών, ακόμη και αν αυτές οι σταθερές δεν αντανακλούν απλά τις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών τους (εξισώσεων). Μια αμετάβλητη μορφή για τις μεταβλητές, μια μεταβλητή ύλη για το αμετάβλητο: αυτό είναι το θεμέλιο του υλομορφικού σχήματος. Αλλά το διαφοροποιητικό ως στοιχείο της νομαδικής επιστήμης, και η σχετική διάκριση αφορά τις υλικές δυνάμεις του αμετάβλητου αντί της ύλης-μορφής. Εδώ, δεν πρόκειται ακριβώς για ένα ζήτημα εύρεσης σταθερών στις μεταβλητές, αλλά τοποθέτησης των ίδιων των μεταβλητών σε μια κατάσταση συνεχούς διαφοροποίησης. Εάν υπάρχουν ακόμη εξισώσεις, είναι επαρκείς, ανεπαρκείς, διαφορικές, αμείωτες στην αλγεβρική μορφή και αδιαχώριστες από την εμπειρική διαίσθηση της διαφοροποίησης. Καταλαμβάνουν ή καθορίζουν μοναδικότητες στην ύλη, αντί του καθορισμού μιας γενικής μορφής τους. Επιδρούν στις ατομικότητες με τον τρόπο των γεγονότων ή των υποστάσεων, όχι με τον τρόπο του «αντικειμένου» ως συνθετικού της ύλης και της μορφής αόριστων ουσιών που δεν είναι ποτέ τίποτε περισσότερο από υποστάσεις.


Σύμφωνα με όλα αυτά, υφίσταται ακόμη η αντίθεση μεταξύ του λόγου και του νόμου, της νομοθεσίας και του νόμου, προκαλώντας το σχόλιο ότι ο νόμος παραμένει ο «γευσιγνώστης της ηθικής». Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το νομικό πρότυπο γνωρίζει το παραμικρό για τις δυνάμεις, ή το παιχνίδι τους. Η γνώση του μπορεί εύκολα να φανεί στο ομοιόμορφο πεδίο που αντιστοιχεί στο συγκριτικό. Το ομοιόμορφο πεδίο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα λείο πεδίο, αντίθετα, καθορίζει την μορφή του διαστρωματωμένου πεδίου. Του πεδίου των θεμελίων δηλαδή. Η διαστρωμάτωση του οποίου οφείλεται στην πτώση των σωμάτων, των παραλλήλων της βαρύτητας, την διανομή της ύλης σε παράλληλα επίπεδα, την ελασματική και ελασματώδη κίνηση των ροών. Οι παράλληλες αυτές κάθετες έχουν διαμορφώσει μια ανεξάρτητη διάσταση, ικανή να διαδωθεί παντού, κανονικοποιώντας όλες τις άλλες διαστάσεις, διαστρωματώνοντας κάθε πεδίο σε όλες του τις κατευθύνσεις, έτσι ώστε να το καταστήσει ομοιογενές. Η κάθετη απόσταση μεταξύ των δυο σημείων παρείχε και την μέθοδο σύγκρισης της οριζόντιας απόστασης μεταξύ  δυο άλλων σημείων. Η παγκόσμια έλξη αναδείχτηκε σε νόμο όλων των νόμων, δεδομένου ότι έθεσε τον κανόνα για την ένα προς ένα αντιστοιχία μεταξύ δυο σωμάτων, και κάθε φορά που η επιστήμη ανακάλυπτε ένα νέο πεδίο, αναζήτησε και την κανονικοποίηση του με τον ίδιο τρόπο που έκανε και για το πεδίο της βαρύτητας. Μέχρι και η χημεία αναδείχτηκε σε βασιλική επιστήμη χάρη μόνο στην ολοκληρωμένη θεωρητική επεξεργασία της έννοιας του βάρους. Ο ευκλείδειος χώρος βασίζεται στην φημισμένη υπόθεση της παραλληλότητας, όμως οι εν λόγω παράλληλες είναι κατ’ αρχήν ελκτικές παράλληλες, και αντιστοιχούν στις δυνάμεις που ασκούνται από την βαρύτητα σε όλα τα στοιχεία του σώματος, το οποίο παραμένει αδιαφοροποίητο όταν η κοινή κατεύθυνση τους αλλάζει, ή όταν το σώμα περιστρέφεται (στο κέντρο της βαρύτητας). Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι η δύναμη της βαρύτητας έγκειται στην βάση του ελασματικού, διαστρωματωμένου, ομοιόμορφου και επικεντρωμένου πεδίου, διαμορφώνοντας το θεμέλιο για αυτές τις πολλαπλότητες που χαρακτηρίζονται μετρικές, ή δενδροειδείς, ενώ οι διαστάσεις των οποίων είναι ανεξάρτητες αυτής της κατάστασης και εκφράζονται με την βοήθεια μονάδων και σημείων (κινήσεων από το ένα σημείο ως το άλλο). Δεν ήταν το ίδιο μεταφυσικό μέλημα, αλλά ένα αποτελεσματικά επιστημονικό, το οποίο συχνά οδήγησε τους επιστήμονες του δεκάτου ενάτου αιώνα να αναρωτηθούν εάν θα ήταν δυνατόν να μειωθούν όλες οι δυνάμεις σε εκείνη της βαρύτητας, ή αντίθετα στην μορφή της έλξης που αποδίδει βαρύτητα στην παγκόσμια αξία (μια σταθερή σχέση για όλες τις μεταβλητές) και την μοναδικά δυαδική εισαγωγή (δυο σώματα την φορά και κανένα περισσότερο....). Αυτή είναι η μορφή της εσωτερικότητας κάθε επιστήμης.
Ωστόσο, ο νόμος, ή το διαφοροποιητικό πρότυπο, αποτελούν κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι μόνο ότι οι άλλες δυνάμεις αρνούνται την βαρύτητα ή ότι αντιφάσκουν της έλξης. Και αν και αληθεύει ότι δεν τους εναντιώνονται, δεν προκύπτουν σε καμία περίπτωση από τις ίδιες, δεν βασίζονται σε αυτές, αλλά στέκουν μάρτυρες σε γεγονότα που είναι πάντα συμπληρωματικά ή συνέπεια των «μεταβλητών επιδράσεων». Κάθε φορά που άνοιξε ένα νέο πεδίο στην επιστήμη – κάτω από συνθήκες που το καθιστούν μια μακράν σημαντικότερη έννοια από εκείνη της μορφής ή του αντικειμένου – αποδείχτηκε πως είναι αμείωτο στο πεδίο της έλξης και του προτύπου των δυνάμεων της βαρύτητας, αν και δεν αντιφάσκει προς αυτές. Επαλήθευσε ένα «περισσότερο» ή μια υπερβολή, και δεσμεύτηκε σε αυτή την υπερβολή, αυτή την παρέκκλιση. Όταν η χημεία έκανε το αποφασιστικό βήμα μπροστά, το έκανε πάντα προσθέτοντας στην δύναμη του βάρους συσχετίσεις ενός άλλου τύπου (για παράδειγμα ηλεκτρικού) που μεταμόρφωσε την φύση των χημικών εξισώσεων. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι η απλούστερη των σκέψεων για την ταχύτητα αμέσως προβάλλει την διαφορά μεταξύ της κάθετης κατάδυσης και της καμπυλοειδούς κίνησης, στην διαφοροποιητική κλίμακα της ατομικής απροσδιοριστίας, ή της μικρότερης απόκλισης, της ελάχιστης υπερβολής. Ένα λείο πεδίο είναι ακριβώς εκείνο της μικρότερης απόκλισης: κατά συνέπεια δεν είναι ομοιόμορφο, εκτός μεταξύ των άπειρα κοντινών του σημείων, ενώ η σύνδεση των σημείων αυτών προκύπτει ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο προκαθορισμένο μονοπάτι. Είναι ένας χώρος επαφής, των μικρών απτών ή χειρονακτικών δράσεων επαφής, αντί ενός οπτικού πεδίου σαν το διαστρωματωμένο διάστημα του Ευκλείδη. Ένα λείο πεδίο αποτελεί έναν χώρο που στερείται αγωγών ή καναλιών. Ένα πεδίο, ένας ετερογενής λείος χώρος, παντρεύεται με έναν πάντα ιδιαίτερα συγκεκριμένο τύπο πολλαπλότητας: μη-μετρικές, ά-κεντρες, ριζωματικές πολλαπλότητες που δεν καταλαμβάνουν τον χώρο χωρίς να τον «μετράνε», ενώ μπορούν μόνο να «εξερευνηθούν με κοπιαστική δουλειά». Δεν συναντούν την οπτική συνθήκη των παρατηρήσεων τους από κάποιο σημείο του χώρου που παραμένει εξωτερικός προς αυτές. Τα παραδείγματα βρίσκονται στο σύστημα των ήχων, ή ακόμη και των χρωμάτων, σε αντίθεση με τον Ευκλίδειο χώρο. Όταν αντιπαραθέτουμε την ταχύτητα προς την βραδύτητα, το γρήγορο προς το ογκώδες, την Celeritas (γρηγοράδα) προς την Gravitas (βαρύτητα), η σύγκριση δεν πρέπει να ειδωθεί ως ποσοτική αντίθεση, ούτε και ως μυθολογική δομή (αν και ο Ντυμεζίλ έχει τεκμηριώσει την μυθολογική σημασία αυτής της αντίθεσης, ακριβώς στην σχέση του Κρατικού μηχανισμού και της φυσικής του «βαρύτητας»). Η αντίθεση είναι εξίσου ποιοτική όσο και επιστημονική, στον βαθμό που η ταχύτητα δεν αποτελεί ένα αφηρημένο χαρακτηριστικό της κίνησης γενικά, αλλά ενσαρκώνεται σε ένα κινούμενο σώμα που αποκλίνει, όσο απειροέλαχιστη και αν είναι αυτή η απόκλιση, από την γραμμή της καθόδου ή της βαρύτητας. Το βραδύ και το εσπευσμένο δεν αποτελούν ποσοτικούς βαθμούς της κίνησης, αλλά δυο τύπους ποιοτικής κίνησης, όποια και αν είναι η ταχύτητα του εσπευσμένου ή η βραδύτητα του αργού. Τυπικά μιλώντας δε, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ένα σώμα έχει μειώσει την ταχύτητα του, όσο αργά και αν πέφτει, αλλά αντίθετα ότι διαθέτει μια άπειρα φθίνουσα βραδύτητα σύμφωνα με τον νόμο των σωμάτων που πέφτουν. Η ελασματική κίνηση που διαστρωματώνει τον χώρο, και κατευθύνεται από το ένα σημείο προς το άλλο, έχει βάρος, αλλά η ταχύτητα, και η γρηγοράδα, ισχύουν μόνο στην κίνηση που αποκλίνει στον ελάχιστο βαθμό και κατά συνέπεια αποκτά δινοειδή κίνηση, καταλαμβάνοντας έναν λείο χώρο. Ανιχνεύοντας στην κυριολεξία τον ίδιο τον λείο χώρο. Στον χώρο αυτό, η ροή της ύλης δεν μπορεί πλέον να επιτρέψει στον εαυτό της να κοπεί σε παράλληλα επίπεδα, και η κίνηση δεν επιτρέπει πια να αφομοιωθεί σε μοναδικά δυαδικές σχέσεις μεταξύ σημείων. Με αυτή την έννοια, ο ρόλος της ποιοτικής αντίθεσης μεταξύ βαρύτητας-ταχύτητας, βαρύτητας-ελαφρότητας, αργού-γοργού δεν είναι εκείνος του ποσοτικά επιστημονικού καθορισμού, αλλά της συνθήκης που είναι εξίσου συνεπεκτατική της επιστήμης. Και αυτό ρυθμίζει τόσο τον διαχωρισμό και την μίξη των δυο προτύπων, όσο και την πιθανή αλληλοδιείσδυση τους, την κυριαρχία του ενός επί του άλλου, τις εναλλακτικές τους. Ενώ η καλύτερη διατύπωση, εκείνη του Μισέλ Σερρές, είναι πράγματι βασισμένη σε όρους μιας εναλλακτικής, όποιες και αν είναι οι αναμίξεις ή οι συνθέσεις που προκύπτουν: «Η φυσική μπορεί να περιοριστεί σε δυο επιστήμες: μια γενική θεωρία διαδρομών και μονοπατιών, και μια παγκόσμια θεωρία κυμάτων».

Ωστόσο πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ των δυο τύπων επιστήμης, ή των επιστημονικών διαδικασιών: ο ένας συντελείται «αναπαραγόμενος», ο άλλος «ακολουθώντας». Ο πρώτος έχει να κάνει με την αναπαραγωγή, την επανάληψη και την αναδιατύπωση, ο άλλος, σχετίζεται με την δρομολόγηση, και πρόκειται για το σύνολο των πλανόδιων, ή νομαδικών επιστημών. Η δρομολόγηση μειώνεται πολύ εύκολα σε μια τροπικότητα της επιστήμης, ή της εφαρμογής και επαλήθευσης της επιστήμης. Αυτό όμως δεν ισχύει: το να ακολουθείς δεν είναι καθόλου όμοιο με το να αναπαράγεις, και κανείς ποτέ δεν ακολουθεί ώστε να αναπαραχθεί. Το ιδεώδες της αναπαραγωγής, επαγωγής ή αναγωγής, αποτελεί μέρος της βασιλικής επιστήμης, παντού και πάντα, και μεταχειρίζεται τις διαφορές στον χρόνο και τον χώρο όπως τόσες πολλές μεταβλητές, η σταθερή μορφή των οποίων προκύπτει ακριβώς από τον νόμο: προκειμένου να επαναληφθούν τα ίδια φαινόμενα σε κάποιον βαρυτικό και διαστρωματωμένο χώρο αρκούν οι ίδιες συνθήκες, ή η ίδια σταθερή σχέση να διατηρείται μεταξύ των διαφορετικών συνθηκών και των μεταβλητών φαινομένων. Όμως η αναπαραγωγή προϋποθέτει την μονιμότητα ενός σταθερού σημείου οπτικής το οποίο είναι εξωτερικό ως προς το αναπαραγόμενο: παρατηρώντας την ροή από την όχθη. Το να ακολουθείς όμως είναι εντελώς διαφορετικό από το ιδανικό της αναπαραγωγής. Όχι καλύτερο, απλά διαφορετικό. Υποχρεώνεται να ακολουθήσει κανείς όταν αναζητά τις «μοναδικότητες» της ύλης, ή μάλλον ενός υλικού, αντί να ανακαλύψει την μορφή, όταν κάποιος αποδρά από την δύναμη της βαρύτητας ώστε να εισέλθει στο πεδίο της ταχύτητας, όταν κάποιος παύει να στοχάζεται την διαδρομή της ελασματικής ροής σε μια προκαθορισμένη κατεύθυνση και παρασύρεται από την δινοειδή ροή, όταν κάποιος ασχολείται με την συνεχή διαφοροποίηση των μεταβλητών, αντί της εύρεσης σταθερών σε αυτές, κτλ. Τότε το νόημα της Γης αλλάζει εντελώς: σύμφωνα με το νομικό πρότυπο, κάποιος επανατοποθετείται συνεχώς γύρω από ένα σημείο οπτικής σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, σύμφωνο με το σύνολο των σταθερών του σχέσεων, ενώ σύμφωνα με το περιπλανώμενο πρότυπο, η διαδικασία της αποεδαφοποίησης συνιστά και επεκτείνει την ίδια την τοποθεσία. «Πήγαινε αρχικά στο παλιό φυτό σου και παρατήρησε προσεκτικά το ρυάκι του νερού που δημιουργεί η βροχή. Ως τώρα η βροχή πρέπει να έχει μεταφέρει τους σπόρους μακριά. Παρατήρησε τους δαίδαλους που δημιουργεί η έκλυση, και από αυτούς κατανόησε την κατεύθυνση της ροής. Στην συνέχεια βρες το φυτό που μεγαλώνει στο πιο απομακρυσμένο σημείο από το φυτό σου. Όλα τα φυτά που μεγαλώνουν ενδιάμεσα είναι δικά σου. Αργότερα...θα μπορείς να διευρύνεις το μέγεθος της περιοχής σου» (23).

Για τους Deleuze-Guattari, ο ομοιόμορφος, ομοιογενής εκτατικός χώρος στον οποίο εντοπίζονται σε καθορισμένες θέσεις και μετρημένες αποστάσεις τα διάφορα σώματα, όπου μπορούν να συγκριθούν και να μετρηθούν, είναι ένας χώρος ή καλύτερα «έδαφος» που απαιτεί μια ιδιαίτερη δόμηση, μια μετατροπή ενός λείου, ρευστού, διαγραμματικού, συνεχούς χώρου πολλαπλών διαφορών τάσεων, ταχυτήτων κλπ, σε ένα ένα ομογενές πεδίο, στο οποίο έχει εφαρμογή το σχήμα κέντρο-περιφέρεια, και ο νόμος της βαρύτητας. Αυτή η ιδιαίτερη δόμηση, που ονομάζουν «εδαφικοποίηση», είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την συνεπακόλουθη «κωδικοποίηση», την αναγωγή διαφορετικών συγκλινουσών και αποκλινουσών σειρών και υλικών ροών, σε μια κοινή «γλώσσα»-κώδικα, όπου το υλικό συνεχές «διακριτοποιείται», δηλαδή χωρίζεται σε ίσα, ομοιόμορφα, μετρήσιμα τμήματα, ώστε να χαραχθεί από γραμμές, οριοθετήσεις, επίπεδα, να προστεθούν σε αυτό οι άξονες της καθετότητας και της οριζοντιότητες δηλαδή ένα σύστημα συντεταγμένων. Έτσι το πεδίο εμμένειας, η ζωή η ίδια, μπορεί να υπολογιστεί, αφού πρώτα έχει «μηχανοποιηθεί», με τον ίδιο τρόπο που θα περιγράφαμε μια πραγματική κίνηση σε πολλά ίσα «κομματάκια» στιγμών της. Όλες αυτές οι ιδέες, απλά να αναφέρουν, αντλούν φιλοσοφικά πολύ από τον Μπερξόν και τη διάκριση διάρκειας και μαθηματικά υπολογισμένου χρόνου (βλ. κυρίως το έργο του Δημιουργική Εξέλιξη), από τη Φαινομενολογία του Χούσσερλ και τις θέσεις του για τα είδη χρονικότητας και γεωμετρίας, από τον Μπ. Ράσελ, από τον Μισέλ Σερ (ο οποίος αναφέρεται στη μετάφραση αναφέρεται ως ‘’Σέρρες’’ επειδή στα γαλλικά γράφεται Serres, αλλά προφέρουμε κανονικά ''Σερ''), αλλά και από πολλές άλλες πηγές, των οποίων τις αρχές συνοψίζει η «γενική θεωρία συστημάτων».

Το Κράτος λοιπόν εδαφικοποιεί τον λείο χώρο, κατά κάποιο τρόπο τον συγκροτεί σε ένα σύστημα συντεταγμένων θέσεων και μετρήσεων, όπου παγιώνονται σταθερές δομές, προσδοκίες και αποθηκεύονται δεδομένα στον «σκληρό δίσκο» του συστήματος.

Πρέπει λοιπόν να πούμε σε σχέση με το μαρξικό «νόμο της αξίας», πως η κλειστότητά του ως αιτιακού μοντέλου που δεν λαμβάνει υπόψη πολιτικές και άλλου τύπου διακυμάνσεις και τελικά ανισορροπίες, προϋποθέτει αναγκαστικά τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής και του «λείου» της χώρου σε «έδαφος», δηλαδή προϋποθέτει τη Κρατική καθορίζουσα τάξη πραγμάτων. Πράγμα που είναι αυτονόητο, στο βαθμό που ο «νόμος της αξίας» αντιπαλεύεται ως επιβαλλόμενη κανονικότητα από άλλες κοινωνικές επιδράσεις και δομές, όπως η πολιτική στην εσωτερική και διεθνή της διάσταση, συνολικά θα λέγαμε, από την ταξική πάλη.

Μη βιαστείτε να πείτε πως από αυτά έπεται πως το «Κράτος» προηγείται αναγκαστικά της «οικονομίας», κ.ο.κ. Το πώς ορίζεται το Κράτος, η πολιτική και η (πολιτική) οικονομία, θα απαιτούσε μια ξεχωριστή, πολύ μεγάλη κουβέντα, όπως και το τι σημαίνει εδώ να «προηγείται» κάποιος λογικός όρος σε σχέση με κάποιον άλλο, και αν πράγματι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο πρώιμος Νέγκρι της Ιταλικής αυτονομίας (βλ. «Κυριαρχία και Σαμποτάζ», και άλλα έργα της πρώιμης περιόδου του) αλλά και γενικότερη η όλη αυτή παράδοση στα «καλά» της, είχαν συλλάβει τη σχέση αυτή του νόμου της αξίας με το Κράτος και το πώς το ταξικό Κράτος προσπαθεί, παίζοντας έναν ενεργητικό ρόλο, να «επιβάλλει» σε καιρούς (οικονομικής αλλά και ευρύτερης) ανισορροπίας την αναγκαιότητα του «νόμου της αξίας».


Κλείνοντας και αυτή την ενότητα, απλά να σημειώσω πως έννοιες και ιδέες που συναντήσαμε παραπάνω στο απόσπασμα των Ντ-Γκ, τις συναντάμε ήδη στον Χέγκελ, με παρόμοια σημασία. Έτσι στη Φιλοσοφία της Φύσης, βλέπουμε την έννοια του «ριζώματος» και των «ριζωματικών διαδικασιών», αλλά και μια εκτενή εξέταση της ταχύτητας, της θερμοκρασίας, των χρωμάτων, των βαρομετρικών (που αναφέρει και ο Ντε Λάντα), των ήχων και της αρμονίας, όλα δηλαδή όσα αναφέρουν οι Ντ-Γκ ως παραμέτρους στο διάγραμμα δυνάμεων-πεδίο εμμένειας (ή σώμα δίχως όργανα).


Μέρος Γ

Υπάρχουν κάποιες πολύ ειδικές αναφορές του Ντελέζ στο θέμα της «αξίας», διάσπαρτες στο έργο του.
«…there is no total society, but  every social form embodies certain elements, relations, and values of production (for example, “capitalism”). We must therefore distinguish the total structure of a domain as the totality of virtual coexistence, and the substructures that correspond  to the various  actualizations in the domain. We should say of structure as virtuality that it is still undifferenciated, although it is entirely and completely  differentiated (σ.σ το differentciated αφορά τις διαφορικές σχέσεις στο πεδίο εμμένειας-δυνητικότητας, ενώ το differentiated αφορά τις διαφορικές εντασιακές σχέσεις των αποκρυσταλλώσεων-ενεργοποιήσεων μέσα σε καθορισμένες συνθήκες). We should say of the structures embodied in a given actual (present or past) form that they are differenciated, and that to be actualized is for them precisely to be differenciated. Structure is inseparable from this double aspect […]» (24)

Στο απόσπασμα αυτό, βλέπουμε τη διφυή φύση της δομής, όπως μας την περιγράφει ο Χέγκελ. Έχουμε κατά κάποιο τρόπο εσωτερικές και εξωτερικές σχέσης διαφοράς. Με την ορολογία του Χέγκελ, έχουμε τον ιδεατό τύπο που συνέχει σε ενότητα τις διαφορές ως «γαλήνευσή τους» (ισορροπία), και τις διαφορές που προκύπτουν από την «αποκρυστάλλωση της ύλης» ή του υλικού μηχανισμού σχέσεων των μορίων, σε καθορισμένες συνθήκες (είδαμε ως προς αυτό, το πρόβλημα που υπήρξε στη μελέτη πχ των απολιθωμάτων αλλά και των κρυστάλλων, να συλληφθεί ο γενικός «νόμος» που διέπει την πολύπλοκη αρχιτεκτονική συγκεκριμένων υλικών μορφωμάτων ορισμένου είδους»

«Ιt is obvious that the empty case of an economic structure, such as an exchange ofcommodities . . . consists in “something” that is reducible neither to the terms of exhange nor to the relation of exchange itself, but which forms an eminently symbolic third in perpetual displacement, and as a function of which the variations of relations are defined. As the expression of “labor in general,’’ beyond every empirically observable quality, value is the place of the question traversing or running through the economy as structure» (25).

Βλέπουμε λοιπόν πως  η αφηρημένη εργασία είναι για τον Ντελέζ το «συμβολικό τρίτο» το οποίο λανθάνει σε κάθε σχέση ανταλλαγής ώστε να είναι δυνατός ο «ισομορφισμός» (με όρους που αλλού ο Ντελέζ χρησιμοποιεί) των ετερογενών σωμάτων (βλ. εμποροσωμάτων).
Σε ένα από τα κορυφαία έργα του, το Logic of Sense, o Ντελέζ γράφει:

«In the second place,singularities possess a process of auto-unification,always mobile and displaced to the extent that a paradoxical element traverses the series and makes them resonate,enveloping the corresponding singular points in a single aleatory point and all the emissions,all dice throws,in a single cast» (26).

….We can speak of events only in the context of the problem whose conditions they determine.We can speak of events only as singularities deployed in a problematic field,in the vicinity of which the solutions are organized…The problem is determined by singular points corresponding to the series,but the question is determined by an aleatory point corresponding to the empty square or mobile element» (27).

Ό,τι ονομάζει ο Ντελέζ aleatory point/paradoxical element/empty quare, αντιστοιχεί στην «αφηρημένη εργασία» στο μαρξικό νόμο της αξίας, που αποτελεί το ιδεατό σημείο ενότητας-συνάφειας των εμποροσωμάτων (ο «ιδεατός τύπος» που συνέχει τις διαφορές των εμποροσωμάτων στο κοινωνικό πεδίο).

Καθώς η ορολογία στο έργο του Ντελέζ είναι αρκετά πολύπλοκη, αξίζει να αναφερθούμε εδώ στις ισότητας συνωνυμίες που κατασκευάζει ο Ντε Λάντα. Έτσι, σύμφωνα με τον Ντελάντα ο τελεστής της επικοινωνίας των ετερογενών στοιχείων του συστήματος (που τον ονομάζει quasi-causal operator») είναι «σχεδόν συνώνυμος» με τους όρους quasi-cause, aleatory or paradoxical point, nonsense-line of flight (γραμμή φυγής), abstract machine (αφηρημένη μηχανή)=desiring machine (επιθυμητική μηχανή, στο δίτομο Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια-ΑντιΟιδίπους και Χίλια Επίπεδα)=conceptual personae (εννοιακό πρόσωπο, το συναντάμε στο Τι Είναι Φιλοσοφία, γραμμένο με τον Φ.Γκουαταρί) και object=x (28). «Όλες η ζαριές σε μια ζαριά», πρόκειται για την ιδεατότητα του «ελκυστή», ο οποίος όπως είδαμε παραπάνω σύμφωνα με τον Ντε Λάντα «ενσαρκώνεται» σε διάφορες ενεργές καταστάσεις. Μπορούμε να παραλληλίσουμε τη σχέση αυτή με τον «μετασχηματισμό» των αξιών (έλξη του κάθε εμπορεύματος από το «νόμο της αξίας», μέγεθος της αξίας) σε συστήματα καθορισμένων τιμών.

Η «αφηρημένη μηχανή» είναι ο καλύτερος από τους συνώνυμους όρους, για να συλλάβουμε την «αφηρημένη εργασία» του Μάρξ σε σχέση με το ντελεζιανό έργο. Ο Ντελέζ διευρύνει πολύ την έννοια. Μπορούμε να πούμε ότι κάθε σύστημα έχει μια «αφηρημένη εργασία» ως τη συνολική συστημική λειτουργία που δεν είναι άλλο από τη λειτουργία ή επιμέρους «εργασία» των στοιχείων. Με αυτή την έννοια, θα μιλούσαμε για «αφηρημένη εργασία» και πχ του πολιτικού συστήματος (αφηρημένη μηχανή), ως τη συνολική παραγωγή του όλου συστήματος, που συνέχει και φέρνει σε επικοινωνία τα διαφορετικά στοιχεία του, εγκαθιδρύοντας σχέσεις ισοδυναμίας, και ένα μέτρο σύγκλισης και απόκλισης από την ιδεατότητα του συστήματος.

Δεν θα μας απασχολήσει εδώ η ιδιαίτερη θεώρηση των Ντ-Γκ της «υπεραξίας ροής» ειδικά για την κεφαλαιοκρατία. Αξίζει να δούμε ειδικότερα την έννοια της «αφηρημένης μηχανής» σκεπτόμενοι πάντα τη σχέση με την μαρξική «αφηρημένη εργασία» και την έννοια του ελκυστή (την σύνδεση αυτή καθιστούν τουλάχιστον εύλογη όλα τα παραπάνω που έχουν ειπωθεί).

Οι Ντ-Γκ στον «Αντι-Οιδίποδα» κάνουν μια περίφημη σύνδεση της «αφηρημένης εργασίας» με τη φροϋδική λίμπιντο:

«O Μichel Foucault έδειξε βαθυστόχαστα, ποιά τομή προκάλεσε την ξαφνική εισβολή της παραγωγής στον κόσμο της παράστασης. Η παραγωγή μπορεί να είναι παραγωγή της εργασίας ή παραγωγή της επιθυμίας, μπορεί να είναι κοινωνική παραγωγή ή επιθυμητική παραγωγή, επικαλείται δυνάμεις που η παράσταση δεν μπορεί πια να τις χωρέσει, επικαλείται ροές και τομές που τη διαπερνούν, τη διασχίζουν απ’άκρη σ’άκρη: « μια τεράστια σκιερή έκταση» πίσω από την παράσταση. Και ο Foucault τοποθετεί τη χρονολογία της χρεωκοπίας αυτής, του καταποντισμού του κλασικού κόσμου της παράστασης, στα τέλη του 18ου και στον 19ο αιώνα (29). Το ζήτημα φαίνεται λοιπόν να είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο θα νόμιζε κανείς. Γιατί η ψυχανάλυση είναι στενά συνδεδεμένη με την ανακάλυψη των μονάδων παραγωγής, που υποτάσσουν όλες τις δυνατές παραστάσεις, αντί να υποτάσσονται σε αυτές. Όπως ο Ricardo θεμελιώνει την πολιτική ή κοινωνική οικονομία ανακαλύπτοντας την ποσοτική εργασία στη βασική αρχή κάθε αξίας που μπορεί να παρασταθεί, έτσι και ο Freud θεμελιώνει την επιθυμητική  οικονομία ανακαλύπτοντας την ποσοτική λίμπιντο στην αρχή κάθε παράστασης αντικειμένων και σκοπών της επιθυμίας. Ο Freud αποκαλύπτει την υποκειμενική φύση ή την αφηρημένη ουσία της επιθυμίας, όπως ο Ricardo ανακαλύπτει την υποκειμενική φύση ή την αφηρημένη ουσία της εργασίας, πέρα από κάθε παράσταση που θα μπορούσε να τις συνδέσει με αντικείμενα, σκοπούς, ή ακόμα και ιδιαίτερες πηγές. Ο Freud είναι λοιπόν ο πρώτος που ξεχωρίζει την επιθυμία αυτήν καθεαυτή, όπως και ο Ricardo «την εργασία αυτήν καθεαυτή», και συνακόλουθα τη σφαίρα της παραγωγής που αληθινά ξεπερνά την παράσταση. Και ακριβώς όπως η αφηρημένη υποκειμενική εργασία, έτσι και η αφηρημένη υποκειμενική επιθυμία είναι αδιαχώριστη από την κίνηση απεδαφικοποίησης, που αποκαλύπτει τη λειτουργία των μηχανών και των φορέων, πίσω από όλους τους ιδιαίτερους προσδιορισμούς που συνένωναν ακόμα την επιθυμία ή την εργασία-στο πλαίσιο της παράστασης-με το ένα ή το άλλο πρόσωπο, με το ένα ή το άλλο αντικείμενο» (30).

«[…] Αυτό σημαίνει, κατά δεύτερο λόγο, ότι η ψυχανάλυση είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό όσο και η πολιτική οικονομία. Παρατηρούμε στην πολιτική οικονομία και την κοινωνική παραγωγή τις ίδιες αποκωδικοποιημένες και απεδαφικοποιημένες ροές, με τη μορφή αφηρημένης υποκειμενικής εργασίας, που παρατηρούμε και στην ψυχανάλυση και την επιθυμητική παραγωγή, με τη μορφή της αφηρημένης υποκειμενικής λίμπιντο. Όπως λέει ο Μάρξ, στον καπιταλισμό η ουσία γίνεται υποκειμενική-παραγωγική δραστηριότητα, γενικά-και η αφηρημένη εργασία γίνεται κάτι το πραγματικό, που αποτελεί αφετηρία μιας νέας ερμηνείας για όλους τους προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς, από την άποψη της γενικευμένης αποκωδίκωσης ή μιας γενικευμένης διαδικασίας απεδαφικοποίησης: «Έτσι, η πιο απλή αφαίρεση που η σύγχρονη οικονομία τοποθετεί στη πρώτη θέση, και που εκφράζει ένα προγονικό φαινόμενο ισχύον για όλες τις μορφές κοινωνίας, παρουσιάζεται μολαταύτα σαν ουσιαστικά αληθινό μέσα στην αφαίρεση αυτή, μόνον ως κατηγορία της πιο σύγχρονης οικονομίας»…«Κοντολογίς, η ανακάλυψη μιας παραγωγικής δραστηριότητας γενικά και δίχως διάκριση, όπως εμφανίζεται στον καπιταλισμό, είναι ανακάλυψη αδιαίρετη της πολιτικής οικονομίας και της ψυχανάλυσης, πέρα από τα καθορισμένα συστήματα παράστασης.
Δεν θέλουμε βέβαια να πούμε μ’αυτό ότι ο κεφαλαιούχος άνθρωπος ή ο άνθρωπος μέσα στον καπιταλισμό, επιθυμεί να εργάζεται ούτε κι ότι εργάζεται σύμφωνα με την επιθυμία του. Η ταυτότητα της επιθυμίας και της εργασίας δεν είναι, απλώς, ένας μύθος, αλλά μάλλον η κατεξοχήν ενεργή ουτοπία που δείχνει το όριο του καπιταλισμού που πρέπει να ξεπεραστεί στην επιθυμητική παραγωγή» (31).

Η παραπάνω σχέση και ο ουτοπικός, με ενεργό και όχι αντενεργό τρόπο, χαρακτήρας του ξεπεράσματος της σχέσης εργασία-επιθυμία (όπως φαίνεται και στις λιγοστές περιγραφές του Μάρξ της κομμουνιστικής κοινωνίας), θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής ανάρτησης. Πρέπει να σημειώσουμε πως αυτή η σχέση αναλύεται και από τον Χέγκελ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος αλλά και σε άλλα, νεανικά του κείμενα.

Η δομική αυτή ομολογία επιθυμητικής παραγωγής-εργασιακής παραγωγής, μας επιτρέπει στο παρακάτω απόσπασμα «πίσω από τις γραμμές» να δούμε τη μαρξική «αξία» και το χρήμα:

«Με ποιόν τρόπο προκύπτει η δομή, σύμφωνα με σχέδια σύστασης ή δόμησης με γραμμές επιλογής, που αντιστοιχούν στα μεγάλα στατιστικά σύνολα ή γραμμομοριακούς σχηματισμούς, που καθορίζουν συνδέσεις και ανάγουν την παραγωγή στην παράσταση: εδώ είναι που οι διαζεύξεις γίνονται αποκλειστικές (και οι συνάφειες ολικές, και οι συζεύξεις αμφιμονοσήμαντες), ενώ ταυτόχρονα το υποστήριγμα εξειδικεύεται κάτω από μια δομική ενότητα, και εδώ είναι που τα ίδια τα σημεία γίνονται σημαίνοντα κάτω από την ενέργεια ενός τυραννικού συμβόλου που τα αθροίζει για χάρη της ίδιας της απουσίας του ή της ίδιας της απόσυρσής του (σ.σ βλέπε το εμπόρευμα που αποσύρεται από την εμπορευματική αλυσίδα για να παίξει το ρόλο του ισοδυνάμου, και τελικά το χρήμα). Γιατί, πράγματι, εδώ: η επιθυμητική παραγωγή δεν μπορεί να παρασταθεί παρά μονάχα σε συνάρτηση μ’ένα πρόσθετο παρέκβλητο σημείο που συνενώνει όλα τα στοιχεία της σ’ένα σύνολο, χωρίς το ίδιο να ανήκει στο σύνολο αυτό (βλ. χρήμα ως «σημείο», και τις αναφορές στα σύνολα σε συνάφεια με τη μαθηματική συνολοθεωρία και τα λεγόμενα «παράδοξα» του Russel). Εδώ ακριβώς η απουσία δεσμού εμφανίζεται κατανάγκη σαν απουσία, και όχι πια σαν θετική δύναμη. Εδώ η επιθυμία ανάγεται κατανάγκη σ’έναν όρο που λείπει, και που η ίδια η ουσία του είναι ακριβώς να λείπει (σ.σ όπου «επιθυμία», βλ. «εργασία» , και αναγωγή των ατομικών εργασιών σε αφηρημένη εργασία-κοινωνική παραγωγική σχέση, η οποία όμως «πάντα λείπει» από το πεδίο του ορατού των ατομικών εργασιών)…«Η δομή διαμορφώνεται και εμφανίζεται μονάχα σε συνάρτηση με ένα σημαίνον της απουσίας ή της έλλειψης. Η δομή δεν διαμορφώνεται και δεν εμφανίζεται παρά σε συνάρτηση με τον συμβολικό όρο που προσδιορίζεται ως έλλειψη» (32).

Για να επιστρέψουμε στο concept της «αφηρημένης μηχανής», μια «αφηρημένη μηχανή», λένε οι Ντ-Γκ, είναι «ενική και εμμενής», πέρα από τη «μορφή» και την «ύλη» στο επίπεδο της αναπαράστασης, συγκροτείται ως διαγραμματικό πεδίο από «άμορφες ύλες και μη μορφοποιημένες λειτουργίες» (33). Πρέπει να σκεφτούμε εδώ ότι η «αφηρημένη εργασία» στον Μάρξ ως «πραγματική αφαίρεση» και «φαντασματική αντικειμενικότητα», είναι μια «αφαίρεση» όχι με τη καθομιλουμένη έννοια, μια μορφή που αντιδιαστέλλεται με την ύλη, αλλά κάτι που υπερβαίνει την ίδια τη διάκριση μορφής και ύλης, αφηρημένου και συγκεκριμένου (τότε έχουμε την ενότητα αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας, την Εργασία ως Αξία). Η «αφηρημένη μηχανή» για τους Ντ-Γκ είναι παραγωγική/δημιουργική, εμμενής στο πεδίο, και καθορίζεται από τις διαφορικές σχέσεις υλών ή υλικών ροών ως διαφορές έντασης, και τις διαφορικές σχέσεις λειτουργιών ως συνάρτησή τους (βλ. διαφορετικές λειτουργίες εργασιών στον καταμερισμό εργασίας). Η αφηρημένη μηχανή χαράσσει η ίδια τις γραμμές και τις οριοθετήσεις του διαγράμμενος, σχεδιάζει το ίδιο το πεδίο, όπως ο νόμος της αξίας είναι εκείνη η αναγκαιότητα που καθορίζει τα στοιχεία της κοινωνικής δομής (λειτουργεί δηλαδή σαν «αιτιότητα πεδίου», βλ. και παρακάτω την αναφορά στον Λουί Αλτουσέρ).

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ντ-Γκ ταυτίζουν την έννοιά τους της «αφηρημένης μηχανής» με τη Σπινοζική Φύση ή Υπόσταση. «Το πεδίο εμμένειας της Φύσης είναι σαν μια εμμενής Αφηρημένη Μηχανή, αφηρημένη αλλά πραγματική και ατομική» (34). Είναι σημαντική η συσχέτιση με το Σπινόζα εδώ, καθώς αποτελεί τον ορθολογικό πυρήνα όλου του Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο της ομάδας Αλτουσέρ. Μια σπινοζική ανάγνωση του Μάρξ νομιμοποιείται, γιατί η Εγελιανή Λογική ενσωματώνει ως ιδιαίτερη, ανηρημένη της στιγμή, την σπινοζική Υπόσταση ως «υποστασιακή σχέση» (35). Ο Μάρξ, χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική μέθοδο, αναπτύσσει ένα οικοδόμημα στο οποίο έχει θέση η σπινοζική υπόσταση έμμεσα και διαμεσολαβημένα, λόγω της ένταξής της στην Επιστήμη της Λογικής από τον Χέγκελ, την οποία έχει ως μπούσουλα ο Μάρξ. Ωστόσο δεν είναι στους σκοπούς του παρόντος να εξετάσουμε τη Λογική του Κεφαλαίου, για αυτό θα μείνουμε στις αναγκαίες αυτές παρατηρήσεις, ώστε να περάσουμε, σαν κλείσιμο, στον Λουί Αλτουσέρ και την ομάδα του.



Μέρος Δ

Στο κείμενο του Ζάκ Ρανσιέρ στο συλλογικό τόμο της «σχολής Αλτουσέρ» Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, βλέπουμε ήδη μια ερμηνεία της μαρξικής αξίας αντίστοιχη με αυτή του Ντελέζ. Αναφερόμενος ο Ρανσιέρ στην εξίσωση των ετερογενών εμπορευμάτων, στο σημείο της ισότητας «=», και στην κομβική για το Μάρξ διάκριση συγκεκριμένης-αφηρημένης εργασίας, που του επιτρέπει να εξηγήσει αυτή την εξίσωση, γράφει:

«Ο Μάρξ, έχοντας συλλάβει τη διάκριση, είναι σε θέση να στοχαστεί την ενότητα, που είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής διαδικασίας. Η απούσα αιτία στην οποία αναγόμαστε είναι οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής […] Δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με μια ανθρωπολογική αιτιότητα που αναφέρεται στην πραγματικότητα μιας υποκειμενικότητας, αλλά σε μια εντελώς νέα αιτιότητα, την οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε μετωνυμική αιτιότητα, δανειζόμενοι αυτή την έννοια από τον Ζακ-Αλαίν Μιλλέρ, ο οποίος την διατύπωσε στα πλαίσια μιας εισήγησης αφιερωμένης στην κριτική του Πολιτζέρ. Εδώ μπορούμε να τη διατυπώσουμε με τον εξής τρόπο: Αυτό που καθορίζει η συσχέτιση των αποτελεσμάτων (τις σχέσεις μεταξύ των εμπορευμάτων) είναι η αιτία (οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής) στο βαθμό που αυτή είναι απούσα. Αυτή η απούσα αιτία δεν είναι η εργασία ως υποκείμενο, αλλά η ταύτιση αφηρημένης εργασίας και συγκεκριμένης εργασίας υπό την έννοια ότι η γενίκευσή της εκφράζει τη δομή ενός ορισμένου τρόπου παραγωγής: του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (36).

Παρακάτω, σημειώνει: «Δεν μπορούμε λοιπόν να έχουμε ένα ζεύγος υποκείμενο-αντικείμενο παρόμοιο με αυτό των Χειρογράφων. Στο κείμενο αυτό ο όρος Gegenstand (αντικείμενο) εθεωρείτο υπό μία έννοια αισθησιοκρατική. Εδώ (σ.σ εννοεί στο «Κεφάλαιο») είναι απλά ένα φάντασμα, η εκδήλωση ενός χαρακτηριστικού της δομής. Αυτό που λαμβάνει τη μορφή ενός πράγματος δεν είναι η εργασία ως δραστηριότητα ενός υποκειμένου, αλλά ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας. Ενώ η ανθρώπινη εργασία, για την οποία έγινε λόγος εδώ, δεν είναι η εργασία καμιάς καταστατικής υποκειμενικότητας. Φέρει το στίγμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής» (37).

Η παραπάνω ανάλυση του Ζ. Ρανσιέρ έχει στον πυρήνα της μια θέση, που διαπνέει όλη την αντίληψη της σχολής Αλτουσέρ. Ο Μάρξ εγκατέλειψε τη «φιλοσοφία του υποκειμένου» και της «αλλοτρίωσης», όπως και την εγελιανή διαλεκτική, κατά τη μετάβαση από την ανωριμότητα στην «ωριμότητα» (Από τα Χειρόγραφα του 1844, στο Κεφάλαιο). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Αλτουσέρ και οι αλτουσεριανοί γενικά (βλ. τη συλλογή κειμένων του Αλτουσέρ, «Για το Μάρξ»).

Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Υποστηρίζω πως, στη πραγματικότητα, η μετάβαση του Μάρξ από τα χρόνια της «νεότητας» στα χρόνια της «ωριμότητας», δεν ήταν από την διαλεκτική λογική σε κάτι άλλο (τον Σπινόζα ή δεν ξέρω εγώ τί), αλλά από την επισταμένη μελέτη της Φαινομενολογίας του Πνεύματος του Χέγκελ, στην επισταμένη μελέτη της Επιστήμης της Λογικής του. Αυτό που φαίνεται σαν μη υποκειμενικοκεντρικός δομισμός στο Κεφάλαιο (και που ως μέθοδος δεν έχει συνειδητοποιηθεί από το Μάρξ για αυτό εκείνος χρησιμοποιεί κάποιες φορές εγελιανούς όρους-βλ. την έννοια της ''συμπτωματικής ανάγνωσης'') στα μάτια των μαθητών του Αλτουσέρ και του ίδιου, δεν είναι παρά οι λογικές κατηγορίες της Επιστήμης της Λογικής, η οποία προϋποθέτει την αναίρεση της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου που αναπτύσσει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, άρα και την αναίρεση αυτού που εννοούν «νεωτερικό υποκείμενο», που αντιπαρατίθεται σε ένα αντικείμενο. Τη σχέση βέβαια αυτή, ξαναβλέπουμε στην Επιστήμη της Λογικής,  υπό το πρίσμα όμως των λογικών κατηγοριών της διδασκαλίας περί της Έννοιας, που καταλήγει στην αναίρεσή τους στις κατηγορίες, τελικά, της Ζωής και της Ιδέας.

Η σημασία μελετητών όπως ο Ιλιένκοφ και ο Βαζιούλιν στην ΕΣΣΔ, ήταν πως είδαν και ανέλυσαν τη σχέση της εγελιανής Επιστήμης τη Λογικής και του Κεφαλαίου. Αντιθέτως, στη «Δύση» δόθηκε η έμφαση σε άλλες αναγνώσεις του «Κεφαλαίου», δίχως την «κακιά, ιδεαλιστική» Επιστήμη της Λογικής και τον εξίσου ''κακό'' και ''ιδεαλιστή'' Χέγκελ, και η όποια βαθιά ενασχόληση με τον Χέγκελ συνήθως περιορίστηκε στη Φαινομενολογία του Πνεύματος. Το γεγονός αυτό έχει κυρίως να κάνει με τη διαφορά της κοινωνικής δομής μεταξύ της σοβιετικής κοινωνίας και των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών και των προβλημάτων που είχαν αυτές οι δύο κοινωνίες να επιλύσουν, όπως εκφράστηκε στο επίπεδο της θεωρίας. Ωστόσο αυτό το θέμα ξεφεύγει από τα ενδιαφέροντά μας εδώ, και θα κάνουμε ό,τι κάναμε και προηγουμένως σε ανάλογες περιπτώσεις: μένουμε στην απλή νύξη, και παραπέμπουμε σε μελλοντικές αναρτήσεις.

Συγκεκριμένα ο Ρανσιέρ πάντως διαφοροποιείται (ως καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, θεωρητικός) από όλους τους άλλους της αλτουσεριανής ανάγνωσης του «Κεφαλαίου» και σε αυτό το ζήτημα και στο ζήτημα του «φετιχισμού» (το ένα είναι συνέπεια του άλλου). Έτσι βλέπει τη σχέση με το Χέγκελ, όχι ευθέως με την Επιστήμη της Λογικής, αλλά μέσα από ένα παράδειγμα λογικής «εφαρμογής». Γράφει λοιπόν: «Συναντούμε και πάλι εδώ την έννοια του φορέα, την οποία είχαμε εντοπίσει στο σχήμα της ανθρωπολογικής κριτικής του θεωρησιακού Λόγου και την ξανασυναντούμε σε μια λειτουργία που αντιστοιχεί στη λειτουργία της ενσάρκωσης σε εκείνο το σχήμα. Το εμπειρικό πράγμα (το σακάκι) καθίσταται φορέας της υπερφυσικής αφαίρεσης αξία, κατά τον ίδιο τρόπο που η εμπειρική ύπαρξη του μονάρχη καθίστατο για τον Χέγκελ η ενσάρκωση της αφηρημένης κατηγορίας της κυριαρχίας» (σ.σ εννοεί του μονάρχη όπως τον βλέπουμε στην εγελιανή Φιλοσοφία του Δικαίου και του Κράτους) […] Το ότι είμαστε σε θέση να επιβεβαιώσουμε πως η δομή εμφάνισης της αξίας είναι ομόλογη προς τη δομή της ενσάρκωσης που στο κείμενο του 1843 παριστούσε ένα στοιχείο της γενικής δομής της θεωρησιακότητας, δεν οφείλεται μόνο στο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μεγαλειότητες και στο Χειρόγραφο του 1843 με την κυριαρχία. Η αξία ενσαρκώνεται στην εμπειρική ύπαρξη του σακακιού, όπως η μεγαλειότητα στην εμπειρική ύπαρξη του Β, όπως η κυριαρχία σ’εκείνη του εγελιανού μονάρχη» (38).

Ο Ρανσιέρ στη συνέχεια, κάνει ουσιαστικά μια ανάγνωση της σχέσης της «αξίας» με τα εμπειρικά εμπορεύματα, υπό το πρίσμα της καντιανής λογικής, τονίζοντας πόσο διαφέρει ο τρόπος που θέτει ο Μάρξ το όλο ζήτημα: «Στον Μάρξ, και ιδιαίτερα σ’αυτό το πρώτο κεφάλαιο, υπάρχει σχέση μεταξύ μιας αναλυτικής και μιας διαλεκτικής, αλλά η σχέση αυτή προϋποθέτει μια εντελώς νέα διανομή των στοιχείων, μια αναδιοργάνωση του θεωρητικού χώρου αυτών των εννοιών. Η αναδιοργάνωση αυτή είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αντι-κοπερνίκεια επανάσταση του Μάρξ (αντι-κοπερνίκεια υπό την καντιανή έννοια, δηλαδή κοπερνίκεια υπό την αυστηρή έννοια του όρου). Τα φαινόμενα δεν επικεντρώνονται πλέον γύρω από ένα καταστατικό υποκείμενο. Στο πρόβλημα της συγκρότησης των φαινομένων δεν υπεισέρχεται η έννοια του υποκειμένου. Αντιθέτως, αυτό που αντιμετωπίζεται σοβαρά από τον Μάρξ είναι η σχέση του φαινομένου προς το υπερβατολογικό αντικείμενο=Χ. Τα φαινόμενα, τα αντικείμενα, είναι μορφές αυτού του απόντος Χ που είναι επίσης ο άγνωστος που επιλύει τις εξισώσεις. Αλλά αυτό το Χ δεν είναι αντικείμενο, είναι αυτό που ο Μάρξ αποκαλεί κοινωνική σχέση» (39).

Aς παρατηρήσουμε τα εξής. Το μετακαντιανό στοιχείο της συγκρότησης όχι από κάποιο υπερβατολογικό υποκείμενο αλλά από μια εμμενή, υπερβατο-λογική σχέση ουσίας-φαινομένου, το συναντάμε πρώτη φορά στον Χέγκελ. Η ουσία πρέπει να φαίνεται, η διαφορά Ουσίας-Είναι είναι η ίδια η ουσία, η ουσία δεν είναι παρά αυτή η διαφορά ή διχασμός, και έτσι η ουσία μεταβαίνει στο φαινόμενο και την ύπαρξη. Στον Ντελέζ συναντάμε επίσης μια προσπάθεια υπέρβασης του ριζικού χωρισμού νοούμενων-φαινομένων μέσω του φωτισμού της διαφοράς τους ως συστατικής, και μη αναγνωρισμένης ως τέτοιας από τον Κάντ. Πέραν τούτων, είναι προφανές ότι το «υπερβατολογικό αντικείμενο Χ, που είναι κοινωνική σχέση» σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ρανσιέρ, αντιστοιχεί στο ντελεζιανό «paradoxical element» ή «object x» (Ο Ντελέζ έχει υπόψη του αυτή την ανάλυση, που προηγήθηκε). Είδαμε και σε παραπάνω αποσπάσματα, πως η «απούσα» από της επιμέρους σχέσεις αιτία, είναι η ίδια η σχέση ή διαφορά, που διασχίζει όλο το πεδιο εμμένειας και φέρνει σε επικοινωνία τα ετερογενή στοιχεία, που είναι ισόμορφα λόγω αυτής.

Η «αξία» είναι μια «δομική αιτιότητα», αν χρησιμοποιήσουμε τους όρους που χρησιμοποιεί ο Αλτουσέρ στο Για τον Μάρξ, εμπνευσμένος από τη σχέση Υπόστασης-κατηγορημάτων στον Σπινόζα (έτσι και η δική του έννοια της δομής, δεν είναι παρά η συνάρθρωση των στοιχείων της, και τα στοιχεία δεν είναι παρά στοιχεία της δομής). Πρόκειται, διαφορετικά, για μια «αιτιότητα πεδίου». «Στην κυριολεξία εκείνο που βλέπει ό,τι υπάρχει στο πεδίο που ορίζεται από μια θεωρητική προβληματική δεν είναι πλέον το μάτι (το μάτι του πνεύματος) ενός υποκειμένου: είναι το ίδιο το πεδίο που βλέπει τον εαυτό του μέσα στα αντικείμενα ή προβλήματα που ορίζει-και η όραση δεν είναι παρά η αναγκαία αντανάκλαση του πεδίου στα αντικείμενά του»38. Πρόκειται για την αιτιότητα του «πεδίου εμμένειας» που είδαμε στο Ντελέζ ή αλλιώς της «αφηρημένης μηχανής». Κοινή βάση και των δύο εννοιολογήσεων είναι η σπινοζική Υπόσταση, η οποία, όπως ήδη είπαμε, υπάρχει η ίδια ως στιγμή της εγελιανής Επιστήμης της Λογικής, συνεπώς και της διαλεκτικής έκθεσης του Μάρξ στο Κεφάλαιο. Το πρόβλημα που «επιλύεται» στο κοινωνικό πεδίο είναι το πρόβλημα της επικοινωνίας μεταξύ των ετερογενών στοιχείων (ανταλλαγή εμπορευμάτων, εύρεση ενός κοινού μέτρου). Το προβληματικό πεδίο επιλύεται με την ενσάρκωση της αξίας σε χρήμα και με το σχηματισμό των χρηματικών τιμών.

Για να καταλάβουμε αυτή τη μεταφορά από την επιστήμη της οπτικής (τη σχέση της «ορατότητας» με το μαρξικό νόμο της αξίας), αξίζει να παραθέσουμε το παρακάτω απόσπασμα από το Κεφάλαιο του Μάρξ:

«Το μυστηριώδες της εμπορευματικής μορφής συνίσταται λοιπόν απλούστατα στο ότι αντανακλάει στους ανθρώπους τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους σαν υλικά χαρακτηριστικά των προϊόντων της εργασίας, σαν φυσικές κοινωνικές ιδιότητες αυτών των πραγμάτων, και για αυτό η κοινωνική σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία φαίνεται σ’αυτούς σαν μια κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω από αυτούς. Με αυτό το quid pro quo τα προϊόντα της εργασίας γίνονται εμπορεύματα, αισθητά υπεραίσθητα ή κοινωνικά πράγματα. Έτσι και η φωτεινή εντύπωση ενός πράγματος στο οπτικό νεύρο δεν παρουσιάζεται σαν υποκειμενικός ερεθισμός του ίδιου του οπτικού νεύρου, αλλά σαν αντικειμενική μορφή ενός πράγματος που βρίσκεται έξω από το μάτι. Όταν όμως βλέπει κανείς, εκπέμπεται πραγματικά φως από ένα πράγμα, από ένα εξωτερικό αντικείμενο, σε ένα άλλο πράγμα, στο μάτι. Πρόκειται για μια φυσική σχέση ανάμεσα σε φυσικά πράγματα. Αντίθετα, η εμπορευματική μορφή και η αξιακή σχέση των προϊόντων εργασίας, με την οποία εμφανίζεται δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την υλική τους φύση και με τις εμπράγματες σχέσεις που απορρέουν από αυτήν. Πρόκειται μόνο για την καθορισμένη κοινωνική σχέση των ίδιων των ανθρώπων που παίρνει εδώ τη φαντασμαγορική μορφή μιας σχέσης ανάμεσα σε πράγματα. Για να βρούμε λοιπόν μια αναλογία, πρέπει να καταφύγουμε στη νεφελώδικη περιοχή του θρησκευτικού κόσμου. Εδώ τα προϊόντα του ανθρώπινου κεφαλιού φαίνονται σα να είναι προικισμένα με δική τους ζωή, σαν αυτοτελείς μορφές που βρίσκονται σε σχέσεις μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Το ίδιο γίνεται και στον κόσμο των εμπορευμάτων με τα προϊόντα του ανθρώπινου χεριού. Αυτό το ονομάζω φετιχισμό, που κολλάει στα προϊόντα της εργασίας μόλις αρχίσουν να παράγονται σαν εμπορεύματα, και που για αυτό είναι αχώριστος από την εμπορευματική μορφή» (40).

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Χέγκελ ασχολείται με την οπτική, το φως και την ορατότητα στη Φιλοσοφία της Φύσης. Το νόημα της παρατήρησης του Μάρξ είναι πως η ορατότητα ή φωτισμός των εμπορευμάτων παράγεται εμμενώς στο κοινωνικό πεδίο από τις μεταξύ τους σχέσης, δεν αποτελεί δηλαδή μια υποκειμενική θέαση. Θα λέγαμε, πως το κοινωνικό πεδίο των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων αυτοπαρατηρείται ή αυτοανακλάται. Έτσι η υπερβατολογική σκοπιά ορατότητας είναι σκοπιά αυτό-παρατήρησης του πεδίου, και με αυτό τον τρόπο παράγεται μια «αντικειμενική» εμμενής στο πεδίο παρατήρηση ή ορατότητα, που αντιδιαστέλλεται με οποιαδήποτε παρατήρηση ενός υπερβατολογικού υποκειμένου. Έτσι, ο νόμος της αξίας είναι αυτοπαρατήρηση, αυτορύθμιση, αυτοεπίλυση των προβληματικών (με την έννοια του ντελεζιανού «προβληματικού πεδίου) διαφορικών σχέσεων μεταξύ των εμποροσωμάτων. Με αυτή τη λογική, ο φετιχισμός του εμπορεύματος προκαλείται από την παραγνώριση της διάστασης ανάκλασης του πεδίου στον εαυτό του, από την παραγνώριση ότι τα στοιχεία στις μεταξύ τους σχέσεις δημιουργούν τη διάσταση «πεδίο» που δεν είναι παρά αποτέλεσμα των σχέσεών τους και ταυτόχρονα γενεσιουργός αιτία της συγκρότησής τους. Έτσι, ο κόσμος των εμπορευμάτων μοιάζει με απλό σύνολο σχέσεων μεταξύ πραγμάτων και όχι ως βαρυτικό κοινωνικό πεδίο που συγκροτείται από τις εμπορευματικές σχέσεις και «ελκύει» τα εμποροσώματα, με «νόμο της βαρύτητας» το νόμο της αξίας, τον καθορισμού δηλαδή των εμπορευμάτων και των τιμών τους από τον κοινωνικό χαρακτήρα τους, από την κοινωνική παραγωγή ή «αφηρημένη μηχανή» της κοινωνικής εργασίας.

Μπορούμε ακριβώς στο σημείο αυτό να παραθέσουμε μια κομβικής σημασίας αναφορά του Ντελέζ στο ζήτημα της μαρξικής αφηρημένης εργασίας και της αξίας, με ποικίλες προεκτάσεις στην κοινωνική οντολογία. Για την ακρίβεια, πρόκειται για δύο αναφορές, στο κορυφαίο έργο του Γάλλου φιλοσόφου, Διαφορά και Επανάληψη :


«Third example: are there social Ideas,  in a Marxist sense? In what Marx calls  'abstract labour', abstraction is made from the particular qualities of the products of labour and the qualities of the labourers, but not from the conditions  of productivity, the labour-power and the means of labour  in a society (σ.σ ο Μάρξ λέει, μέσος βαθμός επιδεξιότητας, μέσος βαθμός έντασης, δοσμένη ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων σε μια κοινωνία).The  social  Idea  is the element  of quantitability,  qualitability and potentiality of societies. It expresses a system of multiple ideal connections,or  differential  relations  between  differential  elements: these  include  relations of production and property  relations which  are  established  not  between concrete individuals but between atomic bearers of labour-power or representatives of property. The economic instance is constituted by such a social multiplicity - in other words, by the varieties of these differential relations. Such  a  variety  of  relations,  with  its  corresponding  distinctive points, is then incarnated in the concrete differenciated labours which characterize a determinate society, in the real relations of that society (juridical, political,  ideological)  and in the actual terms of those relations (for  exam­ple,  capitalist-wage-Iabourer). Althusser and  his  collaborators  are, therefore, profoundly correct in showing the  presence  of a genuine structure in Capital, and in  rejecting historicist  interpretations  of Marxism, since this structure never acts transitively,  following the order of succession in time; rather,  it  acts  by  incarnating  its  varieties  in  diverse societies  and  by accounting  for  the  simultaneity  of  all the relations  and terms  which,  each time and in each  case,  constitute the present: that is why 'the economic' is never given properly speaking, but rather designates a differential virtuality to be  interpreted,  always  covered over  by  its  forms  of  actualisation;  a theme  or  'problematic'  always  covered  over by  its  cases of solution.
In short, the economic is the social dialectic itself - in other words, the totality of  the  problems  posed  to  a  given  society,  or  the  synthetic  and  problematising field  of that  society.  In  all  rigour,  there  are  only  economic social  problems, even though  the  solutions  may  be  juridical,  political  or ideological, and the  problems  may  be  expressed  in  these  fields  of resolvability.
The famous phrase of the Contribution to the Critique of Po­litical Economy,'mankind always sets itself only such tasks as it can solve', does not mean that the problems are only apparent or that they are already solved, but, on the contrary, that the economic conditions of a problem determine or give rise to the manner in which  it  finds a solution within the framework  of the  real  relations of the  society. Not that the  observer  can draw the least optimism from this, for these 'solutions' may involve stupidity or  cruelty,  the horror  of war  or 'the solution  of the  Jewish problem'. More precisely, the solution is always that which a society deserves or gives rise to as a  consequence  of the manner in which, given its  real relations, it is able to pose the problems set within it and to it by the differential  relations it incarnates» (41)

«Ideas  contain  all  the  varieties  of  differential  relations  and  all  the distributions of singular points coexisting in diverse orders  'replicated' in one another. When the virtual content of an Idea is actualised, the varieties of relation are incarnated in distinct species while the singular points which correspond to the values of one variety are incarnated in the distinct parts characteristic of this or that species. The Idea of colour, for example, is like white light which replicates in itself the genetic elements and relations of all the colours, but is actualised in the diverse colours with their respective spaces; or the Idea of sound, which is also like white noise.  There is even a white society  and a white language, the latter being that which contains in its  virtuality  all the  phonemes  and  relations  destined to  be  actualised in diverse  languages  and  in the  distinctive parts of a  given  language.  Thus,with actualisation, a new type of specific and partitive distinction takes theplace  of the  fluent  ideal  distinctions.  We call the  determination  of the virtual  content  of an Idea differentiation; we  call the actualisation of that virtuality into species and distinguished parts differenciation. It is always in relation to a differentiated problem or to the differentiated conditions of a problem that a differenciation of species and parts is carried out, as though it  corresponded  to  the  cases  of  solution  of the  problem.  It  is  always  a problematic  field  which conditions a  differenciation within  the  milieu inwhich it is incarnated.  Consequently - and this is  all we wish to say – the negative appears neither in the process of differentiation nor in the process of differenciation. The Idea knows nothing of negation. The first process is identical with the description of a pure positivity, in the form of a problem to which are assigned relations and points, places and functions, positions and  differential  thresholds  which  exclude  all  negative  determination  and find their source in the genetic or productive elements  of affirmation. The other  process  is  identical  with  the  production  of  finite  engendered affirmations which bear upon the  actual terms which occupy these places and positions,  and upon the  real  relations which incarnate these relations and  these  functions.  Forms  of the  negative  do  indeed  appear  in  actual terms  and  real relations,  but  only  in so  far  as these  are  cut  off  from the  virtuality  which  they  actualise,  and  from  the  movement  of  their actualisation.  Then,  and  only  then,  do  the  finite  affirmations  appear limited  in themselves, opposed to one another, and suffering from lack or privation. In short, the negative is  always  derived  and  represented,  never original  or  present:  the  process  of  difference  and  of  differenciation  is primary  in  relation to  that  of  the  negative  and  opposition.  Those commentators  on  Marx  who  insist  upon  the  fundamental  difference between Marx and Hegel  rightly point out that in Capital the category of differenciation  (the differenciation at the heart of a social multiplicity: the division of labour)  is substituted for the Hegelian concepts of opposition,contradiction  and  alienation,  the  latter  forming  only an  apparent movement  and  standing  only  for  abstract  effects  separated from  the principle  and  from  the  real movement of their  production. Clearly,  at this  point the  philosophy  of difference must  be wary  of turning into  the discourse  of  beautiful  souls:  differences,  nothing  but  differences,  in  a peaceful  coexistence  in the Idea  of social  places  and  functions  ...  but the name of Marx is sufficient to save it from this danger. The problems of a society, as they are determined in the infrastructure in  the  form of  so-called  'abstract'  labour,  receive  their solution from  the process of actualisation or differenciation (the concrete division of labour).However,  as long as the problem throws  its shadow over the ensemble of differenciated  cases  forming  the  solution, these  will  present  a  falsified image  of the  problem  itself.  It  cannot  even  be  said  that  the  falsification comes afterwards: it accompanies or doubles the  actualisation.  A problem is  always  reflected  in false problems while  it  is  being  solved,  so that the solution  is  generally  perverted by an inseparable  falsity.  For  example, according  to Marx,  fetishism  is  indeed  an  absurdity,  an  illusion  of social consciousness,  so long as we  understand  by this not  a  subjective  illusion born of individual consciousness but an objective or transcendental illusion born  out  of  the  conditions  of  social  consciousness  in  the course  of  its actualisation.  There are those for whom the whole of differenciated social existence is tied to the false problems which enable them to live, and others for  whom  social  existence  is  entirely  contained  in the  false  problems  of which they occupy the  fraudulent positions,  and  from which they suffer. All  the  figures  of  non-sense  appear  in the  objective  field  of  the  false  problem:  that  is,  all  the  counterfeit  forms  of  affirmation,  distortions  of elements and relations, and confusions of the distinctive with the ordinary.This is why history is no less the locus of non-sense and stupidity than it is the process of sense or meaning. While it is the nature of consciousness to be false, problems by their nature escape consciousness. The natural object of social consciousness or common sense with regard to the recognition of value  is  the  fetish.  Social  problems can  be  grasped  only  by means  of  a 'rectification'  which occurs when the faculty of sociability is  raised  to its transcendent exercise and breaks the unity of fetishistic common sense. The transcendent object of the faculty of sociability is revolution. In this sense, revolution  is  the  social power  of  difference,  the  paradox  of society, the particular wrath of the social Idea.  Revolution never  proceeds  by way  of the negative. We  could not have established the  first determination of the negative,  as  shadow  of the  problem  as  such,  without  already  being embarked upon a second  determination: the negative  is the objective field  of the false problem, the  fetish in person.  The  negative  is both shadow  of the  problem  and  false  problem  par excellence.  Practical  struggle  never proceeds  by way of the negative but by way of difference and its power of affirmation, and the war of the righteous is for the conquest of the highest power,  that  of  deciding  problems by  restoring  them  to  their  truth,  by evaluating that truth beyond the representations  of consciousness  and the forms of the negative, and by acceding at last to the imperatives  on which they depend» (42).

Εν τάχει, στα παραπάνω αποσπάσματα βλέπουμε:

α) Μια μετάφραση της μαρξικής αφηρημένης εργασίας, αλλά και της μαρξιστικής αναπαράστασης της κοινωνικής δομής ως «βάση και εποικοδόμημα», στον ντελεζιανό κώδικα.
β) Τη θεώρηση της αφηρημένης εργασίας ως Ιδέας που ενσαρκώνεται στις επιμέρους ατομικές εργασίες. Στο πρώτο επίπεδο, η Ιδέα δεν είναι «πλατωνική» αλλά το ίδιο το πεδίο των διαφορικών σχέσεων παραγωγικής δυνητικότητας και βαθμών έντασης. Αυτό το πεδίο ονομάζεται «προβληματικό πεδίο». Το «πρόβλημα» επιλύεται με την «ενσάρκωσή» του σε ιστορικά συγκεκριμένους κοινωνικούς καταμερισμούς εργασίας. Σε έναν δεδομένο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, βλέπουμε τις διαφορικές σχέσεις, αυτή τη φορά όχι ως διαφορές παραγωγικών δυνητικοτήτων και διαφορές εντάσεως εργασίας, αλλά ως διαφορικές σχέσεις μεταξύ των ιστορικά συγκεκριμένων ατομικών εργασιών.
γ) Μια ερμηνεία του μαρξικού «φετιχισμού του εμπορεύματος» στο ντελεζιανό πλαίσιο. Δεν θα αναλύσουμε την πτυχή αυτή περαιτέρω, γιατί θα απαιτούσε ένα ολόκληρο, ξεχωριστό κείμενο
δ) Μια αγωνιώδη προσπάθεια να αποδειχθεί πως κάπου ο Μάρξ δεν έχει καμία σχέση με τον Χέγκελ. Έτσι, στο όνομα της ενσάρκωσης-διαφοροποίησης της αφηρημένης εργασίας σε συγκεκριμένες εργασίες ενός συγκεκριμένου καταμερισμού, δηλώνεται πως δεν υπάρχει «εγελιανό αντίστοιχο» σε αυτή την ανάλυση, ότι τάχα στον Μάρξ δεν έχουμε αντίφαση-αντίθεση-αλλοτρίωση στο «Κεφάλαιο». Το πώς η ιδέα της διαφοροποίησης και μάλιστα με την διπλή έννοια που τη θέτει ο Ντελέζ, εντάσσεται οργανικά στο εγελιανό πλαίσιο, το έχουμε δείξει ήδη με τα αποσπάσματα από τη Φιλοσοφία της Φύσης, αλλά αυτό επίσης αποδεικνύεται από την λεπτομερή εξέταση της διαλεκτικής λογικής στο Κεφάλαιο, που όχι απλά υπάρχει, αλλά αναπνέει, ζει και βασιλεύει στον «ώριμο Μάρξ» και στο σώμα του Κεφαλαίου


Δεν θα αναλύσουμε επίσης τη νέα εκδοχή «βάσης-εποικοδομήματος» που παρουσιάζει ο Ντελέζ, θα πούμε μόνο ότι πολιτική, ιδεολογικές μορφές κλπ, θεωρούνται διαφορετικά «πεδία επιλυσιμότητας» του προβληματικού πεδίου-κοινωνικής Ιδέας, διαφορετικοί τρόποι επίλυσης της αφηρημένης εργασίας με την ενσάρκωση σε διαφορετικά είδη εργασιών. Ο Ντελέζ έτσι θεωρεί την πολιτική και τις άλλες μορφές του εποικοδομήματος, ακόμα και την ιδεολογία (εδώ είναι κοντά στην αλτουσεριανή «ιδεολογική πρακτική), ιδιαίτερες μορφές εργασίας-παραγωγής, με την ευρεία έννοια. Ο Ντελέζ πάντως αργότερα εγκαταλείπει την έννοια της "ιδεολογίας" ή καλύτερα της ασκεί κριτική. Βλέπουμε, επίσης, πως διατηρεί την έννοια του φετιχισμού, κόντρα στον Αλτουσέρ που τη θεώρησε ''ιδεαλιστική'' (σε αντίθεση με τον Ρανσιέρ), επειδή θεώρησε πως προϋποθέτει μια ανθρωπολογική ανιστορική ''ουσία''.


Ακόμα και το παράδειγμα που δίνει ο Ντελέζ για την ανάλυση του φωτός εν είδει Ιδέας σε ένα φάσμα διαφορετικών χρωμάτων (διαφοροποίηση της Ιδέας σε διαφορικά συσχετιζόμενα ομοιώματα με βαθμούς σύγκλισης και απόκλισης):


«Το φως είναι το πεδίο, όπου εγκαταλείπουμε την παρατήρηση της εξατομίκευσης της πολλότητας και εξυψωνόμαστε στην αφαίρεση του ταυτόσημου ως υπάρχοντος. Στο φως αναγκάζεται κάποιος να αναχθεί στο ιδεατό, στη σκέψη (σ.μ στην παράδοση του Πλάτωνα και Bonaventura) […] Αν το φως θολωνόταν από μόνο του, θα ήταν η Ιδέα, που διαφοροποιείται εν εαυτή. Όμως, είναι μόνο ένα αφηρημένο στοιχείο, η αναγόμενη σε αφηρημένη ελευθερία αύτατη διάσταση και κεντρικότητα της βαρύτητας (σ.σ βλ. ό,τι είπαμε για βαρύτητα και ελκυστή. Η Ιδέα του Ντελέζ είναι συνώνυμη με την ιδεατότητα ενός «παράξενου ελκυστή») […] Η αλήθεια είναι, όπως καταδείχτηκε, η ενότητα αμφοτέρων (σ.σ εννοεί, φωτεινότητας και σκοτεινότητας). Το φως, που δεν λάμπει στο σκοτάδι, υποστασιοποιείται και υλοποιείται ακριβώς σε αντίθεση με αυτό το διαπεραστικό της ουσίας. Δεν εμφανίζεται στο σκότος και δεν το φωτίζει, δεν διαθλάται από αυτό. Η ίδια η διαθλώμενη εν εαυτή έννοια ως ενότητα αμφοτέρων θέτει σε αυτή την υπόσταση τον εαυτό της και τη διαφοροποίηση των στοιχείων της. Τούτο είναι το χαρούμενο βασίλειο των χρωμάτων και η ζωντανή τους κίνηση στο χρωματικό παιχνίδι…η εξέταση των χρωμάτων πρέπει να επιχειρηθεί και να αρχίσει στο σημείο, όπου η διαφάνεια διαβαθμίζεται με θολωτικά μέσα, όπως είναι το πρίσμα, δηλαδή παρεισφρέει μια σχέση του φωτός με το σκοτάδι» (43)


Την ιδέα της διάθλασης της κοινωνικής «ουσίας» μέσα από διάφορα πρίσματα, τα οποία έτσι μας δίνουν την ορατότητα διάφορων μορφών κοινωνικής συνείδησης, βλέπουμε στο έργο του σοβιετικού μαρξιστή Β.Α.Βαζιούλιν (44). Πιστεύω ότι το έργο του μπορεί να έρθει σε γόνιμη επικοινωνία και να εμπλουτίσει μαρξιστικά τις θεωρητικές παραδόσεις στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί (το πώς θα μας απασχολήσει άλλη στιγμή).



Επίλογος, ή αλλιώς Προοίμιο επόμενων αναρτήσεων

Τα παραπάνω είχαν σκοπό να αποτελέσουν απλώς το προοίμιο μελλοντικών επεξεργασιών. Κατά τη γνώμη μου, η έρευνα πρέπει να πάρει την κατεύθυνση της συγκριτικής και επισταμένης μελέτης του εγελιανού και ντελεζιανού έργου (και του έργου του Γκουαταρί), τόσο σε επίπεδο «γενικής» λογικής όσο και επίπεδο «ειδικών εφαρμογών». Η μελέτη αυτή, σε συνδυασμό με την εξονυχιστική ανάλυση της διαλεκτικής μεθόδου που χρησιμοποιεί ο Μάρξ στο Κεφάλαιο, πρέπει να οδηγήσει σε μια υπέρβαση διχοτομικών διαιρέσεων όπως «δυτικoύ» και «σοβιετικού» μαρξισμού, με διατήρηση-στην-αναίρεσή τους, όλων των σημαντικών παραδόσεων, αφού είδαμε πως υπάρχει ένα σημείο τομής, για παράδειγμα μεταξύ του αλτουσεριανισμού και της εγελιανής λογικής (από το σοβιετικό μαρξισμό, μας ενδιαφέρουν κυρίως οι Ιλιένκωφ και Β. Α. Βαζιούλιν, ειδικά η δουλειά του τελευταίου πάνω στη Λογική του Κεφαλαίου). Η μελέτη αυτή πρέπει, επίσης, να συγκρουστεί και να υπερβεί της κορυφαίες επιτεύξεις της αστικής επιστήμης, οι σημαντικότερες γενικές αρχές των οποίων συνοψίζονται, κατά τη γνώμη του γράφοντος, στη «γενική θεωρία συστημάτων»-θεωρία της πληροφορίας-κυβερνητική, με όλα τα παρακλάδια τους. Η επαναστατική θεωρία πρέπει να αναπτυχθεί σε σκληρή σύγκρουση με τις κορυφές της αστικής γνώσης, και όχι να φυγομαχεί, κλίνοντας σε όλες τις πτώσεις πόσο «επιστημονική» και αληθής ήδη, τάχα, είναι.

------------------------------------------------------------------------------------------------------
1) Γκ. Χέγκελ, Φιλοσοφία της Φύσης, εκδόσεις Ανοιχτή Βιβλιοθήκη, εισαγωγή-μετάφραση Σταμάτης Γιακουμής, σελ 56-57.
2) Οπ. π, σελ 58.
3) Οπ. π, σελ 59
4) Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομάτη, σελ 70-71.
5) Γκ. Χέγκελ, οπ. π, σελ 134
6) Οπ. π, σελ 140.
7) Οπ. π, σελ 142
8) Κ. Μάρξ, οπ.π, σελ 115.
9) Οπ. π, σελ 52.
10) Γκ. Χέγκελ, οπ.π, σελ 186.
11) Γκ. Χέγκελ, οπ.π, σελ 188.
12) Γκ. Χέγκελ, οπ.π, σελ 189.
13) Το πρώτο μέρος μεταφρασμένο εδώ http://weltschmerzk.blogspot.gr/2011/10/blog-post.html
14) http://weltschmerzk.blogspot.gr/2011/11/blog-post.html
15) Γκ. Χέγκελ, οπ.π, σελ 188-189-190.
16) Manuel De Landa, Χίλια Χρόνια μη γραμμικής ιστορίας, μετάφραση Μάκης Βαινάς, εκδόσεις Κριτική, 2002, σελ 394-395.
17) Γκ. Χέγκελ, οπ.π, σελ 170-171-172, υποκεφάλαιο Η Δομή.
18) Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, κεφάλαιο Μαθηματικά, σελ 235 και επ.
19) Οπ. π, σελ 244.
20) Οπ. π, σελ 249
21) Οπ. π, σελ 249.
22) Manuel De Landa, Intensive Science and Virtual Philosophy, Continuum, 2002, σελ 159.
23) G.Deleuze-Felix Guattari, Νομαδολογία-η Μηχανή του Πολέμου, από τα Χίλια Επίπεδα (A Thousand Plateaus). To κεφάλαιο από το οποίο είναι παρμένο το απόσπασμα, έχει μεταφραστεί στο διαδικτυο, χωρίς να γίνεται αναφορά του μεταφραστή. Το κεφάλαιο είναι το «A treasise on Nomadology-the War Machine» που βρίσκεται στις σελίδες 407 και επ. στο «A Thousand Plateaus, Continuum, 1987, μετάφραση του Brian Massumi. Το κεφάλαιο αυτό έχει εκδοθεί αυτοτελώς στα αγγλικά, και το πιο πιθανό είναι από εκεί να έγινε η μετάφραση.
24) Deleuze and Althusser: Flirting with Structuralism, του Ted Stolze, περιοδικό Rethinking Marxism
25) Οπ. π.
26) Gilles Deleuze, The Logic of Sense,εκδόσεις Continuum (2012), σελ. 119.
27) Οπ. π σελ 66-67.
28) Manuel De Landa, οπ. π, σελ 205 και επ. στο «appendix»
29) Οι Ντ-Γκ αναφέρονται στο έργο του Μισέλ Φουκώ, Οι Λέξεις και τα Πράγματα-μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου. Στα ελληνικά εκδόσεις Γνώση, μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη, 1986. Οι σελίδες που μας ενδιαφέρουν για όσα εδώ αναφέρονται είναι 347 και επ.
30) Ζ.Ντελέζ-Φ.Γκουαταρί, Καπιταλισµός και Σχιζοφρένεια: ο Αντι-Οιδίπους, µτφ.  Κ. Χατζηδήµου και Ιουλιέττα Ράλλη, Κέδρος, Αθήνα, 1977, σελ 344-345.
31) Οπ. π, σελ 356.
32) Οπ. π, σελ 357.
33) G.Deleuze-F.Guattari, A Thousand Plateaus, Continuum, σε μετάφραση και με πρόλογο του Brian Massumi, σελ 562.
34) Οπ. π, σελ 280.
35) Γκ. Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής [Η Μεγάλη Λογική]-Πρώτος Τόμος-Δεύτερο Βιβλίο, Η Διδασκαλία περί της Ουσίας,εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρη Τζωρτζόπουλου, μέρος τρίτο (Η Πραγματικότητα), τρίτο κεφάλαιο, βλ. την «υποστασιακή σχέση». Επίσης, βλ. στα προηγούμενα, στο πρώτο κεφάλαιο του ίδιου μέρους, στο «Παρατήρηση. Η Φιλοσοφία του Spinoza και του Leibniz». Αυτό το σημείο της διαλεκτικής λογικής ηθελημένα ή αθέλητα παίρνουν και απολυτοποιούν όσοι θέλουν να δείξουν τον Σπινόζα μέσα στο Μάρξ.
36) L. Althusser, E. Balibar, R. Establet, R. Macherey, J. Ranciere, Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, μετάφραση Δημήτρης Δημούλης, Χρήστος Βαλλιάνος, Βίκυ Παπαοικονόμου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003,σελ 141.
37) Οπ. π, σελ 145.
38) Οπ. π, σελ 148-149.
39) Οπ. π, σελ 31.
40) Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομάτη, σελ 85-86.
41) Gilles Deleuze, Difference and Repetition, μετάφραση στα αγγλικά από τον Paul Paton, Continuum, 1994 σελ 186.
42) Οπ. π, σελ 206-207.
43) Γκ. Χέγκελ, οπ.π, σελ 214-215.
44) Β. Α. Βαζιούλιν, Η Λογική της Ιστορίας - Ζητήματα Θεωρίας και Μεθοδολογίας, μετάφραση-επιμέλεια: Δημήτρης Πατέλης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2004, βλ. Μέρος Δεύτερο Η Δομή της Κοινωνίας, κεφάλαιο 4 Φαινόμενο και Πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της. Το εποικοδόμημα. Οι άνθρωποι ως προσωπικότητες. Βλ. ειδικά τη διάθλαση της κοινωνικής «ουσίας» «μέσα από το πρίσμα κυρίαρχα των πράξεων-αλλά και των σκέψεων και των συναισθημάτων (ηθική μορφή κοινωνικής συνείδησης , ενώ στις ταξικές κοινωνίες, προστίθενται η πολιτική και δικαιική μορφή). Αναλόγως, ο Βαζιούλιν αναφέρει τη διάθλαση της κοινωνικής «ουσίας» μέσα από το πρίσμα κυρίαρχα των συναισθημάτων (αισθητική μορφή, και κατά μία έννοια η θρησκεία) και μέσα από το πρίσμα κυρίαρχα των σκέψεων (φιλοσοφία). Η επιστήμη σχετίζεται με τη γνωστική κοινωνία και το «ειδέναι», στο «υπόστρωμα» του κοινωνικού συνειδέναι.