Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Αστικό κράτος και "κυβέρνηση της αριστεράς": δύο κείμενα από το Red NoteBook


2014: Χρόνος της Αριστεράς 

του Χρήστου Λάσκου


Είναι περισσότερο από πιθανό πως το 2014 θα σημάνει την αναμενόμενη πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς τους επόμενους μήνες συνιστά μια πολύ αληθοφανή δυνατότητα.

Μετά από τέσσερα χρόνια άγριων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες στην πραγματική τους στόχευση, που δεν ήταν άλλη από το φόρτωμα της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους και τους φτωχούς, η ελληνική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν, φαίνεται πως θα αναλάβει να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων και από κυβερνητικές θέσεις.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή η πολιτική αλλαγή θα επέλθει δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Η συντελεσμένη οικονομική και κοινωνική καταστροφή κάνει τα πράγματα ασφυκτικά. Ο διεθνής συσχετισμός, από την άλλη, οφθαλμοφανώς ευνοεί τον αντίπαλο. Δεδομένου, μάλιστα, αυτού που διακυβεύεται η αντίδραση θα είναι λυσσαλέα.

Με άλλα λόγια, η προβλεπόμενη πορεία δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Πράγμα που σημαίνει πως αυτό στο οποίο καλούμε τον κόσμο να εμπλακεί πολύ απέχει από την λίγο ως πολύ ομαλή πορεία εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου (;) προγράμματος.

Πρέπει να το λέμε, συνεχώς. Κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Χωρίς μεγάλα περιθώρια τόσο στις επιλογές όσο και στους ρυθμούς.

Το καλό νέο είναι πως η σύγκρουση συνιστά μονόδρομο –να μια χρήση της λέξης, που έχει πραγματική σημασία. Θέλω να πω, αν δεν υπάρξει σύντομα ανάσχεση και αναστροφή της μνημονιακής πορείας δεν είναι απίθανη ακόμη και η ολοσχερής κατάρρευση. Πράγμα που είμαστε υποχρεωμένοι να εμποδίσουμε. Η ολοσχερής κατάρρευση, όνειρο μόνο μηδενιστών σε παράκρουση, προδιαγράφει ένα μέλλον αναντίστρεπτης, μάλλον, βαρβαρότητας.

Με όρους Μπένγιαμιν, η πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα είναι αναγκαία ακριβώς για να βάλει φρένο στην καταστροφή. Να δώσει τη δυνατότητα στους «μικρούς ανθρώπους» να ανασάνουν μετά από πολύ καιρό, να πιστέψουν πως μια ζωή με αξιοπρέπεια είναι διεκδικήσιμη ξανά. Κι έτσι να δημιουργήσει τους όρους ενός αληθινά ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.


Όπως ήδη ειπώθηκε, οι συνθήκες είναι εξαιρετικά προβληματικές. Με μια οικονομία στο χείλος της διάλυσης και με τα αφεντικά έτοιμα να μας πνίξουν. Με τον κόσμο της εργασίας σε μια κατάσταση βουβής αναμονής και την κοινωνική κινητοποίηση σε, προσωρινή έστω, αναστολή. Και, κυρίως, με το αντικειμενικό δεδομένο πως οι συνθήκες ακραίας βιοτικής ανασφάλειας εκτρέφουν πρωταρχικά φόβο, ατομικισμό, κτητικότητα και θανάσιμο ανταγωνισμό σε έναν πληθυσμό που ιδεολογικά ακόμη είναι, από πολλές απόψεις, στην «άλλη πλευρά».


Τι απαιτείται για να τα καταφέρουμε; Αποφασιστικότητα, ανυποχώρητο φρόνημα πως το δίκιο είναι μαζί μας και ξεκάθαρες στοχεύσεις. Όχι πολλά, αλλά σαφή πράγματα.

Στην πραγματικότητα, αυτά που ήδη λέμε. Άμεσο σταμάτημα της δολοφονικής λιτότητας, επαναφορά του εργατικού δικαίου και των εργασιακών σχέσεων στη προμνημονιακή κατάσταση, διασφάλιση της καθολικής και χωρίς όρους πρόσβασης όλων στα δημόσια αγαθά του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, της υγείας, εξασφάλιση ενός βασικού εισοδήματος για όλον τον πληθυσμό. Και, μαζί, εκκίνηση μιας διαδικασίας ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων και κατηγοριών και μιας προσπάθειας παραγωγικού μετασχηματισμού με δημόσιες επενδύσεις και μεγάλη ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας -και πρώτη μέριμνα τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ασφάλειας και μια διάθεση, επομένως, μεγαλύτερης εμπλοκής του κρίσιμου αριθμού ανθρώπων στους αγώνες. Αντί να θέτουμε τα ζήτημα της ανάγκης για αντιμετώπιση της «ανάθεσης» με διακηρυκτικούς όρους έκκλησης θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η διαλεκτική ανάθεσης και συμμετοχής, προσμονής και εγρήγορσης είναι εξαιρετικά σύνθετη και αστάθμητη. Αν κάτι, όμως, είναι βέβαιο αυτό είναι πως η σαφήνεια και η εμφανής μεροληπτικότητα των πολιτικών πρωτοβουλιών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.

* * *

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Που σημαίνει πως η Αριστερά εμφανίζεται ως λύση όταν τα προβλήματα γίνονται εξαιρετικά δύσκολα.

Εδώ βρισκόμαστε. Τίποτε δεν θα είναι εύκολο. Και τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο –ας λέει ό,τι θέλει το ΚΚΕ. Ο φόβος που επέδειξε το διεθνές σύστημα στην περίοδο των εκλογών του 2012 είναι ένας δείκτης αυτού του απροσδιόριστου, με την θετική έννοια, χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Η μακροχρόνια υποχώρηση της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια βαθειά απογοήτευση σχετικά με τη δυνατότητα αλλαγής του συστήματος, σε μια αποπνικτική, καταθλιπτική, αίσθηση πολιτικής ανικανότητας. Η ανάκαμψή της, έτσι ώστε να αναλάβει το μεγάλο έργο του απαραίτητου και απολύτως επίκαιρου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, θα κριθεί κατεξοχήν από την επιτυχία της να ανταποκριθεί στα πρώτα βήματα, μερικά από τα οποία επισήμανα παραπάνω.

Γιατί ο περίφημος συσχετισμός δυνάμεων, εγχώριος και διεθνής, δεν υπάρχει στατικά και αναλλοίωτα, αλλά παράγεται συνεχώς. Από αυτά που κάνουμε και από αυτά που δεν κάνουμε. Από αυτά που λέμε και από το πώς τα λέμε, από την αίσθηση που αποπνέουμε.


Ασυνέχεια και αριστερή αντιπολίτευση στο κράτος:
για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της Αριστεράς

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ “θα κάνει τελικά αυτά που λέει” δεν εξαρτάται μόνο ή πρωτίστως από την αποφασιστικότητα και την ηθική ακεραιότητα των στελεχών του. Αν και οι ποιότητες αυτές θα παίξουν φυσικά ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, η δραστικότητά τους θα κρίνεται κάθε φορά σε συνθήκες πολυπλοκότερες. Όπως και να το διατυπώσουμε, λοιπόν, το ερώτημα περί “συνέπειας” του ΣΥΡΙΖΑ ρωτά, στην πραγματικότητα, αν μια μη αστική κυβέρνηση μπορεί να “επιβιώσει” πολιτικά στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους. Αυτό θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς: μία μη αστική κυβέρνηση εντός ενός καπιταλιστικού κράτους, καθώς το τελευταίο δεν ταυτίζεται φυσικά με την κυβέρνηση – εξ ου και δεν αλλάζει με κάθε πολιτική μεταβολή. Απο εκεί, νομίζω, ξεκινά μια (απαιτητική) συζήτηση για το τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Στο βαθμό που μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι “σαν τις άλλες”, δεν μπορεί εξ ορισμού να στηριχτεί στα θεμέλια των προηγούμενων: στο δόγμα “έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάμε”. Από αυτή τη σκοπια, λοιπόν, το να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ “αυτά που λέει” σημαίνει υποχρεωτικά μια ασυνέχεια μέσα στο κράτος, όψεις της οποίας περιγράφει με σαφήνεια η πολιτική απόφαση του Ιδρυτικού του Συνεδρίου [1]. Ασυνέχεια στο κράτος: ανατροπές του νομικού και θεσμικού πλαισίου που μέχρι τώρα θεωρούνταν δεδομένο (στην οικονομική πολιτική, τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τις διεθνείς σχέσεις κ.ά), τουλάχιστον στις βασικές γραμμές, σε ό,τι αφορά δηλαδή το κυρίαρχο μοντέλο συσσώρευσης διά της αφαίρεσης πλούτου, τη διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσης και την επιβολή μιας σειράς κοινωνικών ιεραρχιών (εθνικών, έμφυλων κ.ο.κ).

Το εύρος αυτής της ασυνέχειας δεν θα κριθεί από τις αγαθές προθέσεις του προσωπικού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Θα εξαρτηθεί από την έκβαση συγκρούσεων με “μηχανισμούς και κατεστημένες νοοτροπίες”, που θά΄ λεγαν και οι νεοφιλελεύθεροι, καθώς και με το σημερινό προσωπικό του κράτους, που αν και δεν θεωρεί ότι επιτελεί πολιτικό ρόλο, επιτελεί πολιτικότατο. Ας ακούσουμε τι λέει ο Αλτουσέρ για την περίπτωση της Γαλλίας:

“Η τεράστια πλειοψηφία των υψηλόβαθμων δημόσιων υπαλλήλων, πολιτικών, στρατιωτικών ή αστυνομικών, είναι μεγαλοαστοί καταγωγής ή καριέρας. Και καθώς προχωράμε στην ιεραρχία και στην υπευθυνότητα, [τ]ο κράτος γίνεται πια τόσο πολύπλοκο που καθώς φτάνουμε μπροστά σ’ ένα γκισέ του PTT, του SNCF ή της Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουμε χάσει εδώ και καιρό την ταξική πολιτική που από απόσταση αλλά επίμονα κυβερνά όλους τους διοικητικούς μηχανισμούς, και μπορούμε να έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε, σύνθετες ασφαλώς, «τυπικότητες», οι οποίες θα μπορούσαν να απλοποιηθούν και είναι «φυσικές». Τι πιο φυσικό από το να αγοράσουμε ένα καρνέ εισιτηρίων για το λεωφορείο ή μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών; Ακριβώς όμως, στη Γαλλία σχετικά με την κάρτα απεριορίστων διαδρομών, υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας, που αμφισβητεί το καλώς-θεμελιωμένο της αύξησης της τιμής της. Από τη στιγμή δε που πρόκειται για χρήματα, δεν έχουμε καθόλου πλέον την ίδια εντύπωση αυτής της «φυσικής τυπικότητας» όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ταμείο της εφορίας, ούτε ακόμα όταν καταπίνουμε τους τρομερούς έμμεσους φόρους που υφαρπάζουν υπεραξία από το λαϊκό πορτοφόλι” [2].

Με πιο θεωρητικούς όρους, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι

το καπιταλιστικό κράτος, μέσα από μια σειρά “τελετουργιών, μορφών λόγου και δομικών τρόπων θεματοποίησης και πραγμάτευσης των προβλημάτων”, μονοπωλεί τη γνώση και αποκλείει με αυτόν τον τρόπο τις μάζες από οποιαδήποτε αποτελεσματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία [3].

Μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, λοιπόν, η έκβαση των οποίων είναι φυσικά άγνωστη εκ των προτέρων, θα δοκιμάζεται διαρκώς η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς να λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που περιγράφουν οι προαναφερθέντες: η δυνατότητά της, τελικά, να ασκεί αριστερή “αντιπολίτευση” στο κράτος. Και είναι γι΄ αυτό που, μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, θα δοκιμάζεται η ισορροπία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν κάθε κόμμα: η πρώτη αφορά το κόμμα ως οργανωτή κοινωνικών συμμαχιών, σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης· η δεύτερη έχει να κάνει με το κόμμα ως παραγωγό κρατικής πολιτικής [4].

Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι τα κόμματα της Αριστεράς που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα μέχρι σήμερα, σε άλλες δεκαετίες μάλιστα με προγράμματα πιο συγκρουσιακά από το δικό του, υπέκυψαν στην “πεπατημένη”: στη συνέχεια του κράτους. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που παράτησαν τις ταξικές και κοινωνικές τους αναφορές, υιοθετώντας πιο εθνικά ιδιώματα - λες και κάτι τέτοιο θα ήταν χωρίς συνέπειες. 

Προκρίνοντας λοιπόν την αποτελεσματικότητα ως προς τη δεύτερη λειτουργία, αυτήν της κρατικής πολιτικής, σε βάρος της πρώτης, τα κόμματα αυτά αφέθηκαν να μετατραπούν από “μεσίτες” της κοινωνίας προς το κράτος, σε “μεσίτες”-διαμεσολαβητές του κράτους προς την κοινωνία, απογοητεύοντας τα βασικά κοινωνικά τους στηρίγματα. Δεν συνέβη γιατί το πολιτικό τους προσωπικό υπήρξε ανέντιμο και “πρόδωσε” ή “βολεύτηκε”: ασφαλώς υπήρξαν και τέτοιες διαστάσεις. Συνέβη, αντίθετα, γιατί τα κόμματα αυτά έχασαν (αν υποτεθεί ότι την έδωσαν στα σοβαρά) μία πολιτική μάχη, υποτιμώντας ή αποτυγχάνοντας στο κοινωνικό πεδίο: σ΄ αυτό που, κάπως αφηρημένα και παραδοσιακά, λέμε ακόμα “οργάνωση του λαού” -σε κομματικές οργανώσεις, σωματεία, πολιτιστικά κέντρα, συνεταιρισμούς, συλλόγους φοιτητών, γυναικείες οργανώσεις και κινήματα- και στα ιδεολογικά-“ταυτοτικά περιεχόμενα” αυτής της οργανωτικής λειτουργίας.

Όσο κι αν οι επικείμενες εκλογικές μάχες έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, νομίζω ότι είναι κρίσιμο ο ΣΥΡΙΖΑ να τις δώσει (και) υπ΄ αυτό το πρίσμα. Εξίσου κρίσιμο, από άλλη σκοπιά, είναι να κατοχυρώσει τις προϋποθέσεις μιας κομματικής λειτουργίας στην κατεύθυνση αυτή, με συγκεκριμένες επεξεργασίες και με “πρακτικά” παραδείγματα. Έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να το αποπειραθεί, και ακόμα περισσότερους να το πετύχει. Κατά τα άλλα, το κράτος, όπως ξέρουμε και από άλλες περιπτώσεις, δεν είναι καθόλου ανίκητο.

______________________

Σημειώσεις

[1] Πολιτική Απόφαση, κεφάλαιο στ΄, 13-13.29 [http://goo.gl/DlWqGV]

[2] Λουί Αλτουσέρ, “Γιατί το κράτος είναι μία μηχανή” (μετάφραση: Μιχάλης Σκομβούλης), Θέσεις τχ. 113 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) [http://goo.gl/y2B2uD]

[3] Θέμης Ανδριόπουλος, “Νίκος Πουλαντζάς - Μισέλ Φουκώ: ΄Μονομάχοι" ή "Συνδαιτυμόνες΄, Ουτοπία τχ. 72 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006) [http://goo.gl/zdfqKC]

[4] Μεταξύ άλλων: Σπουρδαλάκης, Μ. (1998) (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα– Κράτος– Κοινωνία, Πατάκης· Βερναρδάκης, Χ. (2004), Η ίδρυση και η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ: Από το«κόμμα μαζών» στο «κόμμα του κράτους» [http://www.vernardakis.gr/uplmed/8_evolution%20pasok.pdf]