Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Μπροστά στο 2016. Ή, μήπως, το 1937;


του Χρήστου Λάσκου


Οταν αλλάζει ο χρόνος συνηθίζουν οι άνθρωποι να κάνουν απολογισμούς και προβλέψεις. Δεδομένου, όμως, πως ο απολογισμός για το έτος που φεύγει δεν είναι και πολύ ευχάριστος (και όχι μόνο για τους αριστερούς) -στο μέτρο που ξεκίνησε με την ελπίδα να έρχεται, συνέχισε με μειωμένες προσδοκίες και κατέληξε με μηδενικές- ίσως είναι καλύτερα ν’ ασχοληθούμε με προγνώσεις.

Τι μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε πως θα συμβεί τον χρόνο που έρχεται ως προς τα μεγάλα και τα καθοριστικά; Αν κρίνουμε από την κατάσταση την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχουν ίσως δυνατότητες για σχετικά ασφαλείς προγνώσεις.

Με πρώτη κι εύκολη, μάλλον, πως η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση δεν πρόκειται να ξεπεραστεί ούτε το 2016 –ίσως, μάλιστα, βρεθούμε μπροστά σε μια νέα όξυνση, όπως το 1937 σε σχέση με το 1929.

Στην πραγματικότητα, σε αυτό συγκλίνουν όλοι οι σοβαροί αναλυτές, ανεξαρτήτως ιδεολογικής προτίμησης –από μεγάλα φαντς μέχρι έγκυρους ακαδημαϊκούς. Ο πιο ασφαλής δείκτης είναι η πορεία των παραγωγικών επενδύσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς αύξησης, αν όχι από μείωση, 8 ολόκληρα χρόνια έπειτα από το εναρκτήριο κραχ στις ΗΠΑ.

Πράγμα που πείθει, π.χ., τους νεοκεϊνσιανούς τύπου Σάμερς και Κρούγκμαν να προτείνουν ως μόνη λύση, προκειμένου να μην επανέλθει το 2008, την αποενοχοποίηση της φούσκας, «από όπου και αν προέρχεται»: στο μέτρο που οι παραγωγικές επενδύσεις δεν φτουράνε, ας τρομπάρουμε κι άλλο το χρηματοπιστωτικό σκέλος γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε με νέο κραχ.

Είναι φανερό πως πρόκειται για λύση απελπισίας, αν αναλογιστούμε πόσο μελάνι ξόδεψαν οι συγκεκριμένοι για να πείσουν πως στη βάση της κρίσης βρισκόταν η αστάθεια, που συνδέεται με τον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα και την έλλειψη ρύθμισής του.

Σήμερα, λοιπόν, όχι λόγω ασυνέπειας, αλλά λόγω αδιεξόδου, παρόλο που το παγκόσμιο δημόσιο –κυρίως, όμως, ιδιωτικό- χρέος αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στην κρίση, γελοιοποιώντας ουσιαστικά τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, οι ίδιοι είναι που προτείνουν νομισματικές πολιτικές που ενισχύουν και άλλο τις φούσκες.

Τι άλλο να κάνουν, όμως; Οταν ακόμη και οι αναδυόμενες, με την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία πρώτες, που αποτέλεσαν τις κύριες δυνάμεις ανάσχεσης της ολοκληρωτικής, πιθανά, κατάρρευσης μετά το 2008, φανερά «δεν αισθάνονται καθόλου καλά» πλέον, είναι αναμενόμενο πως όλοι πιάνονται από τα μαλλιά τους.

Ποσοτική χαλάρωση, «τύπωμα χρήματος» με τους πιο ευφάνταστους τρόπους, «χαλάρωση της λιτότητας» με περαιτέρω, όμως, συμπίεση των δικαιωμάτων των εργαζομένων –να οι ιδέες, για να συνεχίσει το πράγμα κουτσά-στραβά μέχρις ότου ο καλός Θεός της καπιταλιστικής ανάπτυξης κάνει το θαύμα του.

Γιατί, υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνο σε θαύματα –με όλο το μεταφυσικό βάρος της λέξης– οι, όλων των αποχρώσεων, υποστηρικτές του καπιταλισμού μπορούν να ελπίσουν.

Οι μαρξιστές το λένε καλά, νομίζω, στην ανάλυσή τους. Δεδομένου πως το αποκλειστικό κίνητρο της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η μεγιστοποίηση του ποσοστού κέρδους, στη βάση της κρίσης βρίσκεται η έλλειψη κερδοφόρων παραγωγικών επιλογών για τους κατόχους κεφαλαίου.

Έλλειψη, η οποία, ειρωνικώ τω τρόπω, προκύπτει ακριβώς λόγω του τεράστιου συσσωρευμένου κεφαλαίου που δύσκολα μπορεί να υπεραξιωθεί χωρίς την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους του. Ας θυμηθούμε πώς συνέβη αυτό την τελευταία φορά: η Μεγάλη Κρίση του 1929 δεν ξεπεράστηκε παρά με την τρομακτική καταστροφή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Έτσι δουλεύει ο καπιταλισμός. Ολα τα άλλα, με πρώτη και καλύτερη την άγρια επίθεση στον κόσμο της εργασίας, που αυξάνει την άμεση εκμετάλλευση και διαμορφώνει το κοινωνικό τοπίο με όρους 19ου αιώνα και Καρόλου Ντίκενς, ενισχύουν ασύλληπτα και προκλητικά τη θέση των κατόχων κεφαλαίου -και των πλούσιων, γενικότερα. Το πρόβλημα, όμως, που αφορά την επανεκκίνηση της συσσώρευσης –της «ανάπτυξης», δηλαδή– δεν το λύνουν.

Γιατί το πρόβλημα, όπως πάντα στην Ιστορία του καπιταλισμού, είναι η υπερσυσσώρευση. Και αυτή μόνο με καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων λύνεται. Ενώ οι κυρίαρχοι του κόσμου σήμερα ούτε το πλασματικό κεφάλαιο, που αποτελείται από υπερσυσσωρευμένα χρέη, διανοούνται «θεραπευτικά» να διαγράψουν.

Γι’ αυτό έχουν δίκιο όσοι αντιλαμβάνονται τον καπιταλισμό ως ύβρι πλανητικών διαστάσεων –και χωρίς να βάλουμε στο ζύγι την οικολογική διακινδύνευση ή την πλανητική διατροφική απειλή.

Γι’ αυτό έχουν δίκιο οι μαρξιστές. Και επειδή έχουν δίκιο είναι η ανάλυσή τους πολύ περισσότερο ακριβής και συνεκτική από αυτή τόσο των νεοκλασικών όσο και των κεϊνσιανών όλων των ειδών.

Συνιστά, δε, δυστύχημα πως η, παρ’ ολίγον μαρξιστική, ελληνική κυβέρνηση βασίζει όλη της την αφήγηση στην «ανάπτυξη» που θα έρθει μέσα στο 2016! Η «ανάπτυξη» δεν θα έρθει –μιμούμενη, ίσως, την ελπίδα. Μόνο τα βάσανα της πλειοψηφίας θα συνεχιστούν –αποφεύγοντας τη «ρήξη», με μόνη βεβαιότητα τη συνέχιση της κοινωνικής καταστροφής. Όποιος βγάζει νόημα, ας το πει.


Πηγή Εφημερίδα των συνταχτών

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Τι [θα μπορούσε (;) να] είναι το παράλληλο πρόγραμμα;


του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν


Η συζήτηση για το παράλληλο πρόγραμμα, ή καλύτερα για ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, τι είναι ακριβώς; Η αναζήτηση διορθώσεων του υπαρκτού προγράμματος του “μνημονίου”, ή η υλοποίηση πολιτικών που συνδέονται με ένα διαφορετικό στρατηγικό σχέδιο, το οποίο εξυπακούει μια πλήρη ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση;

Το σχέδιο στο οποίο περιλαμβάνεται η “μνημονιακή” λογική παραμένει η νεοφιλελεύθερη στρατηγική, της οποίας οι κύριοι στόχοι είναι η εξασφάλιση και διατήρηση της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών υπηρεσιών, ο εκμηδενισμός της συλλογικής οργάνωσης των μισθωτών, και η εξατομίκευση του κόσμου της εργασίας. Έχει σημασία αυτή τη στιγμή να κατανοήσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ προχωρημένη φάση υλοποίησης του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, καθώς έχει επιβληθεί μια διαχείριση της οικονομίας η οποία εξασφαλίζει τα εξής:


- σταθεροποίηση της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους και της βιωσιμότητας του τραπεζικού συστήματος στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού,

- πολύ προχωρημένη διαδικασία ιδιωτικοποίησης δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών,

- εξασφάλιση της κερδοφορίας του ιδιωτικού τομέα που έχει απομείνει, με ταυτόχρονη “απεργία” επενδύσεων και δραματικά ποσοστά ανεργία, ιδιαίτερα των νέων,

- αποδυνάμωση έως εξαφάνιση του συνδικαλιστικού κινήματος στον ιδιωτικό τομέα,

- αποδεδειγμένη και συνεχιζόμενη ανεπάρκεια των περιβαλλοντικών πολιτικών,

- οριακή κατάσταση των κοινωνικών υπηρεσιών και της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.


Η εξέλιξη αυτή δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα των μνημονίων της τελευταίας 5ετίας, καθώς η προηγούμενη περίοδος χαρακτηριζόταν από την ενίσχυση του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος, την απώλεια παραγωγικού δυναμικού την ίδια στιγμή που υποστηριζόταν η κερδοφορία της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και της αδήλωτης εργασίας, και την αμφισβήτηση της χρηματοδότησης των κοινωνικών υπηρεσιών. Η υπερχρέωση της οικονομίας που οδήγησε στην κρίση του 2009, ήταν η κινητήρια δύναμη της μεγέθυνσης κατά την τελευταία περίοδο της δεκαετίας του 2000.

Πρέπει όμως να διαπιστωθεί ότι η κατάσταση αυτή αντιμετωπίζεται περισσότερο ως μια συγκυριακή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και πολύ λιγότερο ως μια τελική φάση κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι μια ιδιαίτερη ελληνική περίπτωση, αλλά η οξύτερη και προφητική εκδοχή μιας ευρύτερης κρίσης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Είναι με άλλα λόγια δύσκολο να σκεφτεί κανείς πόσο μεγαλύτερες διαστάσεις πρέπει να πάρει η κοινωνική, παραγωγική και περιβαλλοντική καταστροφή, για να αντιληφθούμε ότι η συζήτησή μας αφορά πλέον με άμεσο τρόπο τη μετάβαση σε μια μετα-καπιταλιστική εποχή. Σε μια τέτοια εποχή καλούμαστε να ετοιμάσουμε το σχεδιασμό μιας άμεσης εξέλιξης προς μια κοινωνία ισότητας, με αξιοπρεπή εργασία και βιοτικό επίπεδο για τα μέλη της, ικανής να προστατεύει το περιβάλλον και ειδικότερα τους φυσικούς πόρους, ενώ θα αναπαράγεται με βάση αυτές τις στρατηγικές επιλογές.

Ξεκινώντας από το σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα, πρέπει να εγκαταλείψουμε τη λογική της κλασσικής κεϋνσιανής “ανάπτυξης”, καθώς αυτή η λογική  – όπως μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε – κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τα ζητήματα περιβαλλοντικής στρατηγικής, και παραπέμπει στο μακρινό μέλλον την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, ειδικότερα δε της ανεργίας. Είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε μια λογική σχεδιασμού με στόχους οι οποίοι υπηρετούν άμεσες περιβαλλοντικές και κοινωνικές ανάγκες, προσαρμόζοντας την εξέλιξη της παραγωγής και τη συνολική εξέλιξη της οικονομίας σε αυτό το σχεδιασμό. Χρειάζεται να τεθούν στόχοι που είναι δυνατόν να επιτευχθούν μέσω της διαμόρφωσης μιας ευρείας συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και ομάδων οι οποίες έχουν κάθε συμφέρον να τους υποστηρίξουν. Όταν μιλάμε για σχεδιασμό αναφερόμαστε στη δημοκρατική εμπλοκή της κοινωνίας στη λήψη αποφάσεων σε ότι αφορά τις πολιτικές στοχεύσεις και τις μεθόδους υλοποίησής τους, που πρέπει όμως να ξεκινήσει από την παρουσίαση σχετικών προτάσεων από την πλευρά των αρμόδιων εθνικών και περιφερειακών θεσμών.

Η ανάγκη επεξεργασίας ενός τέτοιου σχεδιασμού, τόσο σε εθνικό, όσο και σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, πρέπει να αποτελεί την αφετηρία της επεξεργασίας ενός αριστερού προγράμματος, με σαφή οικολογικό και κοινωνικό προσανατολισμό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι ένα σημερινό παράλληλο πρόγραμμα μπορεί να έχει αυτή την πληρότητα. Δεν μπορεί όμως το πρόγραμμα αυτό να συμβολίζει απλώς με μεμονωμένες παρεμβάσεις έναν διαφορετικό προσανατολισμό, αλλά πρέπει να θέτει θεσμικές και κοινωνικές βάσεις ικανές να παράγουν αυτό το νέο σχεδιασμό, να συγκροτούν ταυτοχρόνως κοινωνικές συμμαχίες ικανές να στηρίξουν πολιτικά μια νέα στρατηγική, και να αποδομούν το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.

Αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι σήμερα μια δοκιμασμένη τακτική, αλλά μια υπόθεση εργασίας σε ότι αφορά τη δυνατότητα αντιμετώπισης της δραματικής αποδυνάμωσης και αποδιοργάνωσης του κόσμου της εργασίας, και της εγκαθίδρυσης μιας συμμαχίας κεφαλαιούχων, πλουσίων και μεσοαστών που στηρίζει ως τώρα επιτυχώς το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Βρισκόμαστε σε μια ανεξερεύνητη περιοχή στην πραγματικότητα, ενώ γνωρίζουμε ήδη από την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής ότι ακόμα και εκτεταμένες πρωτοβουλίες ανασυγκρότησης του κόσμου της εργασίας και του πλήθους των ανέργων και φτωχών, δεν κατορθώνουν εύκολα να επιβάλουν μια αλλαγή οικονομικής στρατηγικής, καθώς ο καπιταλιστικός τομέας της οικονομίας ακολουθεί τη δική του λογική, την οποία δεν τροποποιεί ακόμη και σε στιγμές έντονης οικονομικής και πολιτικής κρίσης (όπως στη Βραζιλία κατά την τρέχουσα περίοδο).

Ανεξάρτητα από την πληρότητα που μπορεί να έχει ένα παράλληλο πρόγραμμα σήμερα, δεν μπορεί να αποφύγει το να εγκαινιάσει τρεις απαραίτητες στρατηγικές κατευθύνσεις: τον σχεδιασμό αλλαγών στον παραγωγικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα, την εφαρμογή ενός συστήματος διοίκησης αυτού του σχεδιασμού με την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων και της κοινωνίας, και την πραγματοποίηση μιας αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου, η οποία αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την εξεύρεση πρόσθετων πόρων και την ενίσχυση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το σημαντικό είναι βέβαια ο βαθμός στον οποίο προχωράει ένας τέτοιος προσανατολισμός, αλλά ακόμη περισσότερο ο βαθμός στον οποίο οι πολιτικές και οι δράσεις που υλοποιούνται ενισχύουν τις δυνάμεις της εργασίας, τις οργανώνουν, τους επιτρέπουν να αναλαμβάνουν έναν ενεργό ρόλο στο επίπεδο του σχεδιασμού και της υλοποίησης της ανασυγκρότησης.

Σχετικά με τη συγκρότηση του κόσμου της εργασίας, και την οργάνωση του σε σχέση με την παραγωγή και τη λήψη αποφάσεων για την παραγωγή, έχουν μεγάλη σημασία η στήριξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, η υποστήριξη της ανάληψης επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους (περιπτώσεις ΒΙΟΜΕ, “Λαναρά”), αλλά και η προώθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση δημοσίων επιχειρήσεων ή υπηρεσιών, όπως και μεγάλων ιδιωτικών (πρόκειται για μια κατεύθυνση ανάδειξης  κυβερνητικών ή συνδικαλιστικών πρωτοβουλιών που έχει ως σήμερα παραμεληθεί).

Η προώθηση της λογικής του σχεδιασμού, σε εθνικό, περιφερειακό, ή τοπικό επίπεδο, προϋποθέτει τόσο τη δραστηριοποίηση μελετητικών ομάδων (σε συνεργασία ή όχι με ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα), όσο και την ενεργοποίηση διαδικασιών διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων με ευρεία κοινωνική συναίνεση, σε ότι αφορά τους στόχους του σχεδιασμού και τις μεθόδους και διαδικασίες υλοποίησής του.

Σημαντικό ρόλο σε σχέση με την επεξεργασία και υλοποίηση ενός παράλληλου προγράμματος, έχει η σύνδεση κοινωνικών στόχων ή και στόχων που συνδέονται με την απασχόληση, με μεθόδους ανακατανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Είναι μια προοπτική δίκαιη και υλοποιήσιμη, η οποία δεν μπορεί  μόνο να βρει νέους πόρους, αλλά νομιμοποιεί και την αξιοποίησή τους για κοινωνικούς και παραγωγικούς σκοπούς. Η ανασυγκρότηση της χώρας, με αφετηρία τα σημερινά επίπεδα ανεργίας και φτώχειας, τη σημερινή ανισότητα σε ότι αφορά την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, δεν μπορεί να υλοποιηθεί με το σεβασμό και τη διατήρηση του σημερινού βαθμού ανισότητας.